Ἄρχοντες, νὰ γροικήσετε, ἂν θέλετε, δαμάκι,
ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ πῶς ἔπιαν τὸ φαρμάκι,
πῶς ἤτονε ἡ ἀφορμή, πῶς ἐκαταπιαστῆκαν,
καὶ τί νοβέλλα πάθασι καὶ πῶς ἐντροπιαστῆκαν.
Σὰν φαίνεται ὁ γάδαρος ὁ καταφρονεμένος 5
πάντοτε κακοῤῥίζικος καὶ παραπονεμένος,
ʼς ἀφέντην ἔλαχε κακὸν, λωβὸν καὶ ψωριασμένον,
πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, πολλὰ δυστυχισμένον.
ποτέ του δὲν ἐχόρτασε, ποτὲ δὲν ἀναπαύτη,
νύκτα ἡμέρα δέρνεται ʼς τὸν κῆπον γιὰ νὰ σκάφτῃ. 10
πᾶσα πουρνό ἐφόρτονε τὸν γάδαρον ἐκεῖνον,
κʼ εἰς τὸ παζάρι πήγαινε κι αὐτῆνος μετὰ κεῖνον.
λάχανα τὸν ἐφόρτονεν, ἀντίδια καὶ μαρούλια,
πράσα, ῥαπάνια, κάρδαμα, κρομμύδια καὶ γογγύλια.
ἄχυρον δὲν τοῦ 'βρίσκετο, κριθάρι δὲν ʼποτάσσει, 15
νὰ δώσῃ τοῦ γαδάρου του νὰ φάγῃ, νὰ χορτάσῃ.
τὰ λάχανα καθάριζε καὶ τοὔριχνε τὰ φύλλα,
κι ὄνταν ἐσκόλα τὸ βραδὺ, ἐφόρτονέ τον ξύλα.
κι ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν, τὴν δούλεψιν τὴν τόση,
κʼ ἐκ ταῖς ξυλιαῖς ὁποῦ ʼπαιρνε ὥστε νὰ ξεφορτώσῃ, 20
ἀδύνεψεν ὁ γάδαρος καὶ πλέα δὲν ἠμπόρει,
κι ἀπὸ τὴν ψώραν τὴν πολλὴν σαμάρι δὲν ἐφόρει.
χειμῶνα δὲν ἐδύνετον οὐδὲ τὸ καλοκαίρι
οὐδέ γιὰ ξύλα νὰ ὑπᾷ οὐδὲ νερὸ νὰ φέρῃ.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/146
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΓΑΔΑΡΟΥ, ΛΥΚΟΥ ΚΙ ΑΛΟΥΠΟΥΣ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΩΡΑΙΑ.