Τοῦ Δεκέμβρη σὰν βλέπω νὰ πέφτῃ τὸ χιόνι,
νὰ μαραίνῃ τὸ ὕστερο φύλλο π’ ἀνθεῖ,
κι’ ἡ καρδιά μου μαζὶ μὲ τὸ φύλλο παγόνει,
καὶ μαζὶ μὲ τ’ ἀηδόνι πενθεῖ.
Γιατὶ βλέπεις ὁ Χάρος μ’ ἀλύπητη γνώμη
ἕνα σάβαν’ ἁπλόνει πλατὺ καὶ μακρύ,
καὶ σκεπάζει τὸ ’λίγο ποῦ ’ζοῦσεν ἀκόμη,
καὶ μοῦ θάφτει τὴν Φύση νεκρή.
Μὰ μ’ ἀρέσκει τοῦ Μάρτ’ ἡ νυχτιὰ σὰν χιονίζει
κ’ εἶν’ τοῦ δάσους τὰ δένδρα λευκὰ τὴν αὐγή·
καὶ τὸ χιόνι τὸν ἔρημο δρόμο ἀσπρίζει,
σὰν κουφέτα, σὰν ῥύζι στὴν γῆ.
Γιατ’ ἡ Φύση, σὰν νύμφη, νομίζω, ’νδυμένη,
καρτερᾷ τὸν γαμβρό, ποῦ ἡ καρδιά της ποθεῖ·
κ’ ἡ ὡραία λαμπάδα τοῦ Ἥλιου ἀναμμένη
τοῦ φωτίζει τὸν δρόμο νἀρθῇ.