Ἔτσι ’βγαίνουμ’ οἱ πικροὶ
ἀπὸ σπλάχν’ ἀπόνηρα·
κι’ ἀρχινοῦμ’ ἀπὸ μικροὶ
κυνηγῶντας ὄνειρα.
Ἀπὸ ’πάνου τὴν ψυχὴ
λὲν πῶς τὴν κατέχουμε,
μὰ, μὲ βάδισμα ταχὺ
ὅλο κάτου τρέχουμε.
Μᾶς σταυρόν’ ἀναποδιὰ
μέσ’ στὰ μονοπάτια μας·
μᾶς φουσκόνετ’ ἡ καρδιά,
πλημμυροῦν τὰ ’μάτια μας.
Μὰ κι’ ἂν ’βγοῦμε, σὰν νερά,
καὶ παραστρατήσουμε,
’ως τὸν τάφο μιὰ φορὰ
πρέπει νὰ κυλίσουμε!..
Ὤ! χαρά στον, ποῦ ’μπορεῖ
στὸ τρεχιὸ τὸ τόσο του,
μιὰ δαφνοῦλα νὰ χαρῇ,
π’ ἄνθησε στὴν δρόσο του!