Βαλτε τὸν Βάθιο στὰ ζεστὰ καὶ δῶστέ του κριθάρι,
μὴν τύχῃ καὶ ψοφήσῃ!—
Κι’ ἐβάλαν ὅ τι ’φύλαγαν διὰ τὸν ἑαυτό τους
στ’ ἀμίλητό του στόμα·
καὶ ’σῶσαν ἀπ’ τὸν θάνατο τὸν δόλιον ἐδικό τους,
καὶ τ’ ἄλογό τ’ ἀκόμα.
Καὶ σὰν τὸν ἐχορτάσανε, τὸν ’στρῶσαν κ’ ἐκοιμήθη
στὴν ἴδια τους τὴν στρώση.
Κι’ αὐτὸς ’σηκώθη κ’ ἔφυγε, προτοῦ λαλήσ’ ὀρνίθι,
προτοῦ κανένας νοιώσῃ.
—Γρῃά, παρακοιμήθηκες! Καὶ πρίν ἡ σούπα γεῖνῃ
μᾶς ἄφηκ’ ὁ κουμπάρος.
—Μᾶς ἄφηκε; Τόσο πρωΐ, τόσο κρυφὰ ἀφήνει
μόν’ ὁ λῃστὴς κι’ ὁ Χάρος!
Μά, ὡς γιὰ σούπα, σήμερα τοῦ κάκου θέν’ ἀργοῦσε
ἐδὼ στὰ φτωχικά μας.
Ἐψὲς τὸν ’φίλεψες μ’ αὐτό, ποῦ τρεῖς φοραῖς θ’ ἀρκοῦσε
σ’ ἑμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας.
Χοῦμ! Χοῦμ! Λοιπὸν οὔτε ψωμί, γιὰ σήμερα, γυναῖκα;
Καλά! καταλαμβάνω.
Ὁ μαῦρος ἦταν νηστικός κ’ ἐχόρτασε γιὰ δέκα,
καὶ ’κόμα παραπάνω.