—Γιὰ τοῦ Κουμπάρου τ’ ἄχερα!—Διὰ τὸν Γαλαξία!—
καθένα ξεφωνίζει.
Κι’ ὁ γέρος ’πῆρ’ ἀπ’ τὰ ὀχτὼ στὸ πλάγι του δυὸ τρία,
κ’ ἐκάθησε κι’ ἀρχίζει.
—Ἠταν μεγάλη χειμωνιά, κι’ ἡ ὥρα περασμένη.
Ὁ μαῦρος ἀγωγιάτης
ἀκούει κάποιον καὶ βροντᾷ στὴν θύρα τὴν κλεισμένη,
καὶ σειεῖ τὴν κλειδωνιά της.
—Βόηθα, Χριστέ! Τέτοιον καιρὸ μόν’ ὁ λῃστὴς κι’ ὁ Χάρος
ἐβγαίν’ ἀπ’ τὴν φωλιά του!—
Ἀνοίγει λίγο καὶ θωρεῖ, ὁ ἴδιος τ’ ὁ κουμπάρος,
καὶ ἡ βραχνὴ λαλιά του!
—Κουμπάρε, ἄνοιξε, νὰ ζῇς! Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά σου!
ἀπέθαν’ ἀπ’ τὸ κρύο!
κι’ ὁ Βάθιος μ’ ἀποστάθηκε. Νηστεύουμε, στοχάσου,
ἀπὸ τὰ χθὲς κ’ οἱ δύο!—
Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸν ἔμβασε στὴν θύρα
ὁ μαῦρος ἀγωγιάτης.
Κ’ ἐπρόφθαξ’ ἡ γυναῖκά του· κ’ ἐτρέξανε στὴν γύρα
τ’ ἀνήλικα παιδιά της.
—Φέρτε ψωμί! φέρτε φαγί! φέρτε κρασί, νὰ πάρῃ
δυνάμωση, νὰ ζήσῃ!