(ὁ Γαλαξίας ἐν Κερκύρᾳ.)
—Γιὰ ’πές μάς το! Γιὰ ’πές μάς το, παπποῦ, τὸ παραμῦθι!
Ἀκόμη μιὰ καὶ φθάνει.—
Κι’ αὐτός, τάχα δὲν ἄκουσε, καὶ δὲν ἀπολογήθη.
Ἐπίτηδες τὸ κάνει.
Ὀχτὼ παιδάκια μὲ ’ματιαίς, μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή τους
τόνε πολιορκοῦνε.
Καί ἡ γρῃά του στὰ κρυφὰ συμμάχησε μαζί τους,
σὰν νώνα τους ὁποὖναι.
’Μπορεῖ νὰ τ’ ἀποποιηθῇ; Μὰ ἔλα ποῦ τ’ ἀρέσει
ν’ ἀκούῃ παρακάλια;
—Παππούλη, ἔλα, νὰ χαρῇς! Θρονίσου ’δὼ στὴν μέση,
κι’ ἀρχίνα. Μά, ἀγάλια!
—Καλὰ λοιπόν! Ἀκόμη μιά! ὁ γέρος ἀπεκρίθη.
Μά, τὤχω λησμονήσει
γιὰ ποιὰν αἰτία ’γένηκεν αὐτὸ τὸ παραμῦθι.
Ποιὸς θὰ μὲ τὸ ’νθυμίσῃ;