Χαλάλι του! Χαλάλι του!—Κ’ ἐπῆγε νὰ ταγίσῃ
τὸ γέρο του μουλάρι,
γιὰ νὰ τ’ ἀναίβῃ πρόθυμο, στὴν χώρα νὰ κινήσῃ,
ψωμὶ φαγὶ νὰ πάρῃ.
Μὰ ’κεῖ ποῦ ’πάγει, τὶ νὰ διῇ! Τοῦ ’κλέψαν ἀπ’ τ’ ἀχοῦρι
ὅλο τὸ ἄχερό του!
Δυὸ σάκκους! Χθές τ’ ἀγόρασε! Οὔτ’ ἕνα καλαθοῦρι
δὲν μένει γιὰ τὸ ζῶ’ του!
Τώρα; Ἡ μούλα νηστικιά, κ’ ἔξω Χιονιάς, φοβέρα!
Πῶς νὰ καβαλικέψῃ;
Κι’ ἂν δὲν τὸ κάμῃ, ποῦ θαὑρῇ στὴν ἐρημιὰ ’δώ πέρα
τὰ τέκνα του νὰ θρέψῃ!
Πετιέται πάνω στὸ χτηνό, καὶ ῥίχνεται στὴν μπόρα,
καὶ τρέχει, τρέχει, τρέχει!
Μᾆναι τὰ χιόνι’ ἀδιάβατα, κ’ εἶναι μακράν ἡ χώρα,
ἡ μούλα δὲν ἀντέχει.
’Πάγ’ ἕνα μίλι, ’πάγει δυό—οἱ λύκοι τὴν ’γροικᾶνε,
τῆς ρίχνουνται στὴν πλάτη!
Τρώγουν τὸ ζῶ’ τ’ ἀδύνατο, καὶ ’κόντεψε νὰ φᾶνε
κι’ αὐτὸ τὸν ἀγωγιάτη!
Τὸ πῶς ἐξέφυγε πεζός, τὸ πῶς δὲν τὸν ἐφάγαν,
μόν’ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει.