Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
49
Ὅλ’ οἱ μαστόροι σκυθρωποί,
καὶ ὅλ’ οἱ μεγιστᾶνοι
τὸν προσκυνοῦν γονατιστά.
Κανεὶς δὲν ξεύρει τί νὰ ’πῇ,
κανένας πῶς νὰ κάνῃ
τὴν ἐκκλησιὰ ποῦ τοὺς ζητᾷ.
Κι’ ὁλονυχτῆς ’σκυμμέν’ ἐκεῖ
τὸ σχέδιο, ποῦ προστάζει,
καθεὶς νὰ κάμῃ προσπαθεῖ.
’Ξημέρωσεν ἡ Κυριακή,
κανένας δὲν ἀδειάζει
νὰ ’πάγῃ νὰ λειτουργηθῇ.
Ἐκεῖ στὴν πρωϊνὴ δροσιὰ
θωροῦν ἕνα τρικέρι,
κι’ ἀκοῦν γεροντικὴ λαλιά:
Ἀπέλυσεν ἡ ἐκκλησιά,
κι’ ὁ Πατριάρχης φέρει
τ’ ἀντίδωρο στὸν βασιλιά.
Σκύβ’ ἀπ’ τὸν θρόνο καὶ φιλᾷ
τὸ χέρι, ποῦ τοῦ δίδει
τὸ Ὕψωμα καὶ τὴν εὐχή.
Μὰ ’κεῖ, δὲν ἔπιασε καλά,
τοῦ πέφτ’ ἕνα ψυχίδι
’σὲ λεοντόδερμα παχύ.
Ε