Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
50
Τὰ σκῆπτρ’ ἀφῆκε στὴν στιγμή,
τὸν θρόνον ἔχ’ ἀφήσει,
καὶ νὰ τὸ εὕρῃ προσπαθεῖ,
μὴ μείνῃ κατὰ γῆς, καὶ μὴ
κανένας τὸ πατήσῃ
κι’ ἀπὸ τὸ κρῖμα κολασθῇ.
Μὰ ’κεῖ, ποῦ μ’ ὄψη θλιβερὴ
γιὰ νὰ τὸ εὕρ’ ἀκόμα
ἐμπρὸς στὸν θρόνο του ζητᾷ,
νά καὶ μιὰ μέλισσα θωρεῖ,
τ’ ἀντίδωρο στὸ στόμα,
κι’ ἀπ' τὸ παράθυρο πετᾷ.
’Βγάλλει παντοῦ διαλαλητὴ
στὴν ’ξακουστὴ τὴν Πόλη,
καὶ τάζ’ ἕνα πουγγὶ βαθύ.
—Ὅποιος μελίσσια κι’ ἂν κρατῇ,
νὰ τὰ τρυγήσετ’ ὅλοι,
τ’ ἀντίδωρό μου νὰ ’βρεθῇ!—
Τρυγοῦν οἱ ἄνθρωποι γοργά,
κανένας δὲν κερδαίνει
ἄλλ’ ἀπὸ μέλι καὶ κερί.
Κι’ ὁ Πρωτομάστορης τρυγᾷ,
κ’ ἐξαφνισμένος μένει
ἐμπρὸς στὸ θαῦμα ποῦ θωρεῖ!