ΓΕΩΡΓΙΩι ΖΑΡΙΦΗι ΤΩι ΣΕΒΑΣΤΩι ΚΗΔΕΜΟΝΙ.
(Διὰ τὴν 23ην Ἀπριλίου 1882.)
Ἐπέρασ’ ἡ φαιδρὴ γιορτή σου,
βωβὴ καὶ μαυροφόρα.
Καὶ μ’ ἔφερε στὸν νοῦ μου ’πίσου
τὸ Ἄλλοτε καὶ Τώρα.
Εἶν’ ἡ μορφή τους ἀνομοία,
κ’ ἡ διαφορὰ μεγάλη.
Παρακαλῶ τὴν Παναγία
νὰ τὰ ὁμοιάσῃ πάλι.
Κ’ εἶναι πολλὰ ποῦ μ’ ἀποτρέπουν
καὶ μὲ κρατοῦν μακρά σου,
μὰ ἡ καρδιὰ κι’ ὁ νοῦς σὲ βλέπουν,
σὰν νἄμουνε σιμά σου.
Ὤ! Δὸς νὰ τὸ φιλήσω, δός μου
τὸ ’σπλαχνικὸ τὸ χέρι,
ποῦ, ὅπ’ ἁπλώσ’ ἐντὸς τοῦ κόσμου,
τὴν εὐλογία φέρει.
|