Κι’ ἂν εἰς τ’ ἀχνὰ τὰ δάκτυλά σου
ἕν δάκρυ μ’ ἀπομείνῃ,
ἐβγῆκ’ ἀπ’ τῆς καρδιᾶς στοχάσου
τὴν τόσ’ εὐγνωμοσύνη.
Γι’ αὐτό, μὴν κακιωθῇς, πατέρα!
Τὸ ’ξεύρω. Δὲν σ’ ἀρέσει.
Μά, ἄφησέ μού το ’κειπέρα,
ἀφοῦ πιὰ ἔχει πέσει.
Μ’ ἕνα χρυσὸ θὰ σοῦ τὸ δέσῃ
ἡ Μοῦσα στιχουλάκι,
κι’ ἀστραφτερὸ θὰ σ’ τὸ φορέσῃ
στὸ ἄκρο δαχτυλάκι.
Νὰ τὸ ζηλέψ’ ὅποιος τὸ ἴδῃ,
νὰ σὲ καλοτυχίσῃ—
Τέτοιο διαμάντι δαχτυλίδι
κανεὶς δὲν θ’ ἀποκτήσῃ.