Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/253

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
241


Κι’ ὁ Καπετάνος τ’ ἄκουσε κ’ εὐθύμησε ἡ καρδιά του·
κ’ ἐπρόσταξε τοὺς ναύτας του καὶ τὰ ναυτόπουλά του,
μέσ’ στ’ ἀψηλὸ καράβι:
—Βάλτε πανὶ στὴν βάρκα του· βάλτε γερὸ τιμόνι.
Καὶ τὴν σαβούρ’, ἀπὸ νοτιαὶς καὶ μπόραις νὰ γλυτόνῃ,
’πὸ μένα θὰ τὴν λάβῃ.

Τὸ παραγιάλι ’φάνηκε. Τὸν βλέπεις τὸν λιμένα;
Τὴν βάρκα σ’ ἀκινδύνευτα ’μπορεῖς χωρὶς ἐμένα
νὰ κυβερνήσῃς τώρα.—
Κι’ ἀποχαιρετηθήκανε· κ’ ἐβγῆκ’ ἀπ’ τὸ καράβι.
Εἶχε τιμόνι καὶ πανί. Σαβούρα πρὶν νὰ λάβῃ,
τοὺς ’χώρισε μιὰ μπόρα!

Μιὰ μπόρα, π’ ἀπομάκρυνε τὴν ἄβαρή του σκάφη!...
Λιμένας κι’ ἀκροθαλασσιὰ ’σὲ καταχνιᾶς ἐτάφη
σκοτιδερὴν ἀγκάλη!..
Ὁ Νότος διάκι καὶ πανὶ ζητᾷ νὰ τοῦ ξεσχίσῃ·
κι’ ὁ Λίβας στὴν βαρκούλα του τὸν ναυτικὸ ν’ ἀφήσῃ
μ’ ἕνα κουπάκι πάλι!

Κι’ αὐτός, τῆς Τύχης παίγνιο, μακρὰν ἀπ’ τὸν λιμένα,
στρέφει στὸν μαῦρον οὐρανὸ τὰ ’μάτια δακρυσμένα,
κράζει Θεὸ καὶ Φύση—
Ὁ Καπετάνος μοναχὰ παρακαλεῖ μὴν πάθῃ!
Ὁ Καπετάνος νὰ σωθῇ! Καὶ στοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
ὁ ναύτης ἂς βουλήσῃ!

R