Ο ΦΘΙΣΙΩΝ ΙΕΡΟΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ.
(ἐν τῇ Θεολογικῇ Σχολῇ τῆς Χάλκης.)
Φαιδρὰ λαλοῦν τὰ σήμαντρα, καὶ πρόσχαρα ᾑ καμπάναις!
Φιλοῦν ᾑ μάναις τὰ παιδιά, καὶ τὰ παιδιὰ ταὶς μάναις,
καὶ χαιρετοῦν τὴν Πασχαλιά.
Κ’ ἐγώ, μανούλα μου, ἐγώ—Στὰ ξέν’ ἀρρωστημένο,
τὸν ψυχοκλέφτη Χάροντα κάθε στιγμὴ προσμένω
νὰ ’μβῇ στὴν κρύα μου φωλιᾴ!
Μυρίζει μοσχολίβανο καὶ νιόκοφτη δαφνούλα!
Χαράζει ἡ μυριόφωτη τῆς Πασχαλιᾶς αὐγούλα,
καὶ εἶν’ ὁ κόσμος μιὰ χαρά.
Κ’ ἐγώ, μανούλα μου, ἐγώ—Στὴν σκοτεινή μου κλίνη,
θωρῶ ’ξυπνὸς σὰν ὄνειρο τὸν βίο μου, ποῦ σβύνει,
τὸ μνῆμα, ποῦ μὲ καρτερᾷ!
Ὀλίγο ’λίγο ’χύθηκε τὸ καρδιακό μου αἷμα·
ὀλίγο ’λίγο ’θόλωσε τ’ ἀδύνατό μου βλέμμα·
μ’ ἔχει παγώσει τὸ κορμί!
Οὔτε νὰ κλάψω πιὰ ’μπορῶ, καὶ οὔτε ν’ ἀνασάνω.
Σὰν τὸ ’ματόφυρτο πουλί, ποῦ στὸ κλαδὶ τ’ ἐπάνω
σιγᾷ, στὴν ὕστερη στιγμή.
|