Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/143

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
131


Φωτιαίς, μὲ λέν, ἐρεύγουνται βουνὰ ζωντανεμμένα·
μὰ σὰν τελειώσ’ ἡ λάβα τους, κοιμοῦνται παγωμένα,
’ποθνήσκουνε τὰ δυστυχῆ!
Ἐγὼ ἐρεύγουμ’ αἵματα – Μὴ μὲ παρηγορεῖτε!
Τὸ ’ξεύρω. Σὰν τελειώσ’ αὐτὸ τὸ αἷμα ποῦ θωρεῖτε,
θενὰ μοῦ φύγῃ κ’ ἡ ψυχή!...

Γιὰ βάλτε μ’, ἀδερφοποιτοί, κ’ ἕν’ ἄλλο μαξιλάρι,
νὰ μοῦ κρατήσῃ πιὸ ’ψηλὰ τὸ βαρετὸ κουφάρι,
κ’ ἔχω δυὸ λόγια νὰ σᾶς ’πῶ:
Ὁ κόσμος ὅλος ἀγαπᾷ τὴν δόξα καὶ τὰ πλούτη·
θέλει νὰ ζῇ νὰ τὰ χαρῇ. Ἐγὼ στὴν σφαῖρα τούτη
μιὰ μάνα μόνον ἀγαπῶ.

Μιὰ μάνα, ποῦ μ’ ἐβύζαξε τὸ πρῶτό της τὸ γάλα·
ποῦ μ’ ἔδωκε, προτήτερα ’πὸ τὰ παιδιά της τ’ ἄλλα,
τὸ μητρικό της τὸ φιλί.
Μιὰ μάνα, ποῦ μ’ ἐκοίμισε μὲ γλυκερὸ τραγοῦδι·
ποῦ μ’ ἔβαλε στὰ στήθη της, σὰν Ἀπριλιοῦ λουλοῦδι·
ποῦ μὲ ἀγάπησε πολύ—

Σὰν ἀποθάνω, ἀδέρφια μου, ἂς μὴν τὸ μάθ’ ἐκείνη.
Φοβοῦμ’, ἀφήνει τὴν δουλειά, τὸ σπίτι της ἀφήνει,
ἀφήνει τ’ ἄλλα της παιδιά,
ἢ πνίγεται στὰ δάκρυα, ἤ, φύλλο παγωμένο,
γυρίζει καὶ μαραίνεται: Εἶμαι τ’ ἀγαπημένο—
Θὰ τῆς ῥαγίσῃ τὴν καρδιά!

K 2