Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/68

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
60
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

Τοῦρκο νὰ σκοτώσῃ... Ἂς τἀφήσουμε πιὰ ἀφτά! Δὲ μᾶς φελοῦνε καὶ πέρασε ἡ ὥρα. Ἂς πάρουνε ἄλλοι τὴν Πόλη! Ἂς τὴν ἔχουνε, ὥςπου καὶ κεῖνοι νὰ τσακιστοῦνε, σὰν ποῦ τὄλεγε ὁ γέρος. Τὴν Πόλη, Θέ μου, καὶ τί θὰ τὴν κάμουμε τώρα; Μόλις τὸ μικρό βασίλειο ξέρει νὰ κυβερνηθῇ. Ἂς μᾶς γλυτώσουνε ἄλλοι πρῶτα ἀπὸ τὰ δικά μας τὰ χέρια. Ποῦ θὰ τὰ βγάλουμε στὸ κεφάλι μὲ δυὸ πρωτέβουσες, ποὺ ἡ μιὰ μᾶς ἀφανίζει; Τὶς δυὸ πρωτέβουσες κάποιος ἄλλος ἂς τὶς κάμῃ. Τότες βλέπουμε τί λογῆς ζυγαριὰ θὰ πάρῃ, γιὰ νὰ μὴ σπάσουνε τοὺς δίσκους ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ Πετρούπολη κι ἀπὸ τἄλλο ἡ Κωσταντινούπολη.

Οἱ Πολίτες δὲν τὴν πολυθέλουνε ἀφτὴ τὴ ζυγαριά. Μήτε γὼ δὲν τὴ θέλω, μὰ τί νὰ κάμω; Ὅσο κάθεστε ἥσυχοι καὶ προσμένετε, μὴ γυρέβετε ἄλλα. Κάποτες ἀκοὺς καὶ κάτι παιδιακήσια· — «Ἂς τὴν κρατοῦνε οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη, ὥςπου νὰ πάρουμε δύναμη.» Γιὰ νὰ δυναμώσῃ τὸ χέρι, πρέπει νὰ δίνῃ ὅλο γροθιές· ἅμα φορέσῃ γάντι, μουδιάζει. Ἀμέ, σ’ ἀφτὸ τὸ διάστημα, οἱ Ῥούσσοι τί θὰ κάμουνε; Ἐκείνοι δὲ θὰ δυναμώσουνε; Οἱ δικοί μας μόνο θὰ δυναμώσουνε, ποὺ μήτε πιστολιὰ δὲν ξέρουνε νὰ τραβήξουνε; Οἱ καλοί μας οἱ Πολίτες ἔτσι τὸ πιστέβουνε καὶ γιὰ τοῦτο ζοῦνε ἥσυχα μὲ τὸ φονιά τους.

Φτάνει, φτάνει ὁ βάρβαρος νὰ φύγῃ, ποὺ μοῦ χαλνᾷ τὸ κέφι καὶ δε μ’ ἀφίνει τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ! Δὲ μὲ μέλει ποιὸς θὰ τὸν καταστρέψῃ· μόνο νὰ καταστραφῇ! Πρῶτα εἴχανε καὶ τὸ μεγαλεῖο τους· τώρα καταντήσανε καραγκιόζηδες τῆς Ἐβρώπης. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πατήσανε τοῦτο τὸ χώμα, φέρανε τὴν κατάρα μαζί τους. Ὁ Τοῦρκος δὲν προδέβει· σφάζει καὶ στέκεται· πνίγεται στὸ αἶμα ποὺ χύνει. Ἡ θρησκεία του εἶναι ὁ πρῶτος του ὀχτρός· δὲν τὸν ἀφίνει νὰ πάῃ ὀμπρός, γιατὶ τοῦ μπλέκει τὰ ποδάρια. Ἀλλοίμονο στὸ Ῥωμιὸ ποὺ δὲν τὸ νοιώθει!