Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/67

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
59
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

τῆς Ἑλλάδος» ἢ «τὰ σχολεῖα, ἡ ἐκπαίδευσις τρέφουσιν ἀκαταπαύστως τὸν πατριωτισμὸν» κι ἄλλα τέτοια πολλά, κι ἄλλοι τὰ λένε ἀλλοῦ, καὶ θὰ τὰ λένε ἀκόμη χρόνια. Καὶ σ’ ἀφτὸ ἔχουνε ἄδικο οἱ καλοί μας οἱ Πολῖτες καὶ κακὰ τὸ λένε. Τὸ σκολειὸ ὄχι μόνο δὲ θρέφει τὸν πατριωτισμό, μὰ καὶ τὸν ξολοθρέφει· κόντεψε καὶ τὸν ἔφαγε ὅλονε. Ὅλους τοὺς παράδες τοὺς ἅρπαξε τὸ σκολειό· δὲν ἄφησε μισὸ παρὰ μήτε γιὰ τὸ στρατό μήτε για τὸ ναφτικό. Ἀντὶς ἄρματα, βιβλία· ἀντὶς στρατιῶτες, δασκάλοι. Γιὰ τοῦτο κ’ οἱ Πολῖτες κάθουνται καὶ διαβάζουνε κ’ ἔχουνε ἀποπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους τὸν Τοῦρκο. Ὅποιος μάθῃ γράμματα, τουφέκι πιὰ δὲν πιάνει. Στὴν Ἐπανάσταση εἴτανε ἀγράμματος ὁ κόσμος, μὰ εἴτανε ἀγράμματο λιοντάρι. Ὁ Τοῦρκος, ὅταν πῆρε τὴν Πόλη, μὲ τὴ σοφία του δὲν τὴν πήρε. Σοφοὶ εἴτανε οἱ Βυζαντινοί. Τώρα ποὺ ξέρει πιώτερα ὁ Ῥωμιός, σκούριασε τὸ σπαθί· ἡ πέννα βασιλέβει.

Τόσες δοτικὲς δὲ χρειάζουνται. Στὰ 1821, ἔφτανε νἄχῃ ἀκουστὰ ὁ στρατιώτης πὼς μιὰ φορά κ’ ἕναν καιρὸ εἶταν ἕνα μεγάλο ἔθνος στὸν κόσμο, πὼς εἶταν ἔθνος λέφτερο, πὼς τὸ λέγαν Ἑλλάδα, πὼς οἱ Ἕλληνες δὰ ἀφτοὶ εἴτανε προγόνοι μας καὶ πὼς καταντήσανε τώρα σκλάβοι τοῦ Τούρκου. Μὲ τοὺς απαρεφάτους δὲν πήγαμε ὀμπρος, πήγαμε πίσω. Ἄς ἔχῃ γειὰ ὁ Ἀλέξαντρος ὁ πρίγκηπας τῆς Βουργαριᾶς! Μαζί του θὰ κάμω χωριό. — «Πρῶτα, ἄρματα καὶ καλό στρατό» ἄκουσα πὼς εἶπε μιὰ μέρα, «ἔπειτα βλέπουμε γιὰ πανεπιστήμια καὶ μάθηση.»

Ἀφτοῦ κλίνω καὶ γὠ. Ὅσο θωρῶ τὰ λαμπρὰ τὰ χτίρια, λυποῦμαι τὶς πέτρες ποὺ πήγανε τοῦ κάκου, κι ἀντὶς νὰ σπάσουνε κεφάλια, γίνανε σκολειό. Οἱ πέτρες, ποὺ ξέρουνε τί θὰ πῇ σκλαβιά, μέσα τους θα τὄχουνε καημό. Ἕνα χοντρὸ σίδερο, ἕνα παλούκι, μιὰ τράβα, ἔνα δοκάρι δὲν μπορῶ νὰ διῶ, χωρὶς νὰ δακρίσουνε τὰ μάτια μου, ποὺ δὲ σηκώνεται,