μὲ τὸ φιλότιμό τους, μὲ τὴ φρόνησή τους, μὲ τὸ νοῦ τους, μὲ τὴν ὀρθή τους κρίση, τὸ κατωρθώσανε, ὁ Τοῦρκος νὰ τοὺς ἀκούῃ, νὰ τοὺς σέβεται, κάποτε, κιόλας νὰ τοὺς φοβᾶται — καὶ τέλος πάντα, πρέπει νὰ τὸ ποῦμε, βαστάξανε τὸν ἑλληνισμό. Κάτι πάθανε, κάτι είδανε κι ἀφτοὶ στὸ μεγάλο τὸ Σηκωμό· ἐδώ κόρωσε ἡ φωτιά· ἡ σπίθα εἴτανε κρυμμένη σ’ ὄλες τὶς καρδιὲς κι ὅλοι μαζὶ τὴ θρέφανε, νὰ μὴ σβήσῃ.
Γιὰ τὴν ὥρα προσμένει ἥσυχα ὁ Πολίτης, μοναχός του νὰ πέσῃ ὁ ἀφέντης του. Ξέρει πὼς ὁ Ῥωμιός, καὶ μόνο ὁ Ῥωμιός, πάντα στὸν τόπο του θὰ μείνῃ καὶ πὼς ποτέ του ἀπὸ τὴν Πόλη του δὲ θὰ τὸ κουνήσῃ. Ἀφτό τοῦ φτάνει. — «Παραφέντη, μοῦ ἔλεγε ἕνας γέρος καϊξὴς ποὺ μὲ πήγαινε κάθε μέρα στὸ Φανάρι, πολύ τσακιστήκανε οἱ Τοῦρκοι.» — «Παιδάκι μου, τοῦ λέω γώ, μὲ τὸν καιρὸ ἀκόμη πιώτερο θὰ τσακιστοῦνε· καμιὰ μέρα τόσο τσακισμένους θὰ τοὺς διῇς, ποὺ θὰ τοὺς πετάξουνε κιόλας στὰ θάλασσα. Μὰ τί κατάλαβες ἐσύ; Βασιλιά δὲ θὰ σὲ βάλουνε σένα — μήτε μένα. Θὰ σοῦ ἔρθῃ ἄλλος νοικοκύρης.» — «Παραφέντη μου, μὴ σὲ μέλῃ· θὰ τσακιστῇ κι ἀφτός!»
Ὅ τι ἔχουνε ὄλοι μέσα τους μοῦ ἔλεγε ὁ καλός μου ὁ καϊξής. Ἔτσι λογαριάζουνε μὲ τὸ νοῦ τους. Γιὰ τοῦτο τοὺς βλέπεις καὶ σιγὰ σιγὰ κάνουνε τὴ δουλειά τους. Τὸ ἐμπόριο τὸ βαστοῦνε στὸ χέρι· ἔχουνε τὴ μεγαλήτερη δύναμη τοῦ κόσμου, τὸν παρά. Καλλιεργοῦνε καὶ τὰ γράμματα· μαθαίνουνε κάπου κάπου δυὸ τρία ἑλληνικά· χαίρουνται καὶ καμαρώνουνε, γιατὶ νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουνε. Ἀγαποῦνε τὴ μάθηση· χτίζουνε σωρὸ σκολειά· τὰ θέλουνε πλούσια καὶ καλά. Ξοδέβουνε παράδες ἀμέτρητους γιὰ νὰ χτίσουνε τέσσερα ὅπου ἕνα φτάνει. Ὁ πιὸ φτωχὸς κάτι θὰ βγάλῃ νὰ δώσῃ καὶ κεῖνος.
Οἱ καλοί μας οἱ Πολῖτες ἔτσι κυβερνιοῦνται, ἔτσι ζοῦν, ἔτσι πεθαίνουνε. Κάπου κάπου σοῦ λένε· — «Ἡ ἀνάπτυξις τῶν γραμμάτων ὑπῆρξε τὸ μέγιστον αἴτιον τῆς ἀναγεννήσεως