Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/57

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
49
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

σα, θαῤῥώντας πὼς τὴ διώρθωσε, προσμένει κάθε µέρα νὰ φανῇ Σοφοκλής.

Σοφοκλής, Ἀριστοφάνης, Αἰσκύλος κ’ Έβριπίδης στάθηκε ὁ ἄντρας ποὺ κοίτεται τώρα στὸ μνῆμα. Ἔγινε μεγάλος, γιατὶ κανενὸς δὲ θέλησε νὰ µοιάξῃ. Ἂς τοῦ µοιάξουνε κεινοῦ ἄλλοι κατόπι! Ἂς τοῦ µοιάξῃ κανένας ἀπὸ μᾶς, ἂν µπορέσῃ νὰ τὸ καταφέρῃ. Ἀφτὸς εἶναι ποιητὴς καὶ πατέρας! Ἑκατὸ χρόνια καὶ παραπάνω, πρὶ νὰ φανῇ, κοιμότανε ἡ ποίηση στὴ Γαλλία. Σὰ μούμια τὴν εἴχανε οἱ δασκάλοι τυλιμένη στὸ σεντόνι. Ἀπὸ µέσα της, μὲ τὸ σμιλάρι καὶ μὲ τὸ ψαλίδι, τῆς εἴχανε βγάλει ἄντερα καὶ καρδιά, γιὰ νὰ τὴ γεμίσουνε ἄχερα καὶ µυρωδικὰ κάθε εἶδος. Τῆς ἔμνησκε μόνο τὸ πετσί, καὶ γιὰ νὰ μὴ φαίνεται καὶ κεῖνο, τῆς βάζανε ἀπὸ πάνω ῥοῦχα µεταξωτά, στολίδια, μαργαριτάρια καὶ φτειασίδι στὸ μάγουλο. Κοιτότανε ἡ δύστυχη δίχως πνοή, μὲ τὸ στόμα στουμπωμένο, ἀδειασμένη καὶ συγυρισµένη.

Ἐκεῖνοι σὰν τοὺς Φαραώνηδες καθόντανε ἁψηλὰ στὸ θρονί τους. Μὲ περήφανο μάτι κοιτάζανε ἀπὸ πάνω τὸ λαό, τὸ χυδαῖο τὸν ὄχλο. Φτειάνανε σωρὸ νόµους δικούς τους, κάνανε κανόνες χιλιάδες τοῦ κεφαλιοῦ τοὺς – πάντα μ’ ἐβγένεια μεγάλη. Ζωὴ καμιά! Εἴχανε πλῆθος νοστιμάδες ἀνόητες, τσακίσματα καὶ κερατσιτσιές. Ποιὸς νὰ καμαρώσῃ τὸν ἄλλονε. Ποιὸς νὰ πῇ τὰ πράµατα μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν τὸν καταλάβῃ κανένας. Ποιὸς νὰ µὴ μιλήσῃ σὰν ποὺ μιλεῖ ὅλος ὁ κόσμος. Τὸ μαντίλι δὲν ἔπρεπε κανεὶς μαντίλι νὰ τὸ πῇ, μήτε τὴ σκάλα σκάλα. Τοὺς χρειαζότανε ἀρχοντιὰ τοὺς ἀφεντάδες. Εἴχανε κάμει τὴ γλώσσα κ’ ἔμοιαζε σὰν παλάτι ψυχρὸ καὶ ῥημασμένο. Τοῦ λόγου τους, κλειδωμένοι στὸ παλάτι, ζούσανε καὶ βασιλέβανε.

Βγῆκες τότες ἐσύ· μὲ μιὰς ἄλλαξες τὸν κόσµο. Ὥρμησες κ’ ἔπεσες μέσα στὸ παλάτι. Πέταξες ὄξω τοὺς δασκάλους κ’ ἄρχισες νὰ φωνάζῃς· — «Ἀλήθεια ζητοῦμε, διψοῦμε ζωή·