θὰ τἀξιωθοῦμε ποτές, καὶ μᾶς μιὰ μέρα προγόνους ἄλλοι νὰ μᾶς ποῦνε.
Ὅσο ἔλεγα μέσα µου τέτοια μοναχός μου, τραβιόμουνε, τραβιομουνε ὅλο πίσω, γιατὶ ντρεπόµουνε τὸν ποιητὴ κ’ ἔβλεπα πόσο μικροί, πόσο ἀσήμαντοι μπροστὰ σὲ τέτοιους ἀθρώπους εἴμαστε ἀκόμη. Ὅσοι στὴν Εβρώπη εἶναι μόλις µαθητάδες, ἐμεῖς μπορεῖ νὰ τοὺς πάρουμε γιὰ δασκάλους, καὶ τώρα πέρασε ὁ καιρὸς ὅπου λέγανε τὴν Ἀθήνα δασκάλισσα τοῦ κόσμου! Τἄλλα τὰ ἔθνη, ὅσο περίφημοι κι ἂν εἴτανε οἱ πατέρες τους, ἀφήσανε πίσω τὴν παλιά τοὺς ἱστορία· ξανακάμανε καινούρια, δική τους. Ἡ Ἰταλία κ’ ἡ Γαλλία ξεχάσανε τὴ Ῥώμη καὶ τῆς εἴπανε· — «Ὅσο μεγάλη εἴσουνε σύ, τόσο καὶ μεῖς θὰ γίνουμε μεγάλες. Μᾶς φτάνει τὸ δικό μας τὸ μυαλὸ καὶ τὸ αἷμα ποὺ πήραμε ἀπὸ σένα.»
Βγήκανε τότες ἀπὸ παντοῦ, ἄπειρα σὰν τὰ λουλούδια ποὺ τὴν ἄνοιξη ὁρμοῦνε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, βγῆκαν ἔργα κάθε λογῆς, τῆς τέχνης, τῶ γραμμάτω, τῆς ἐπιστήμης. Βγῆκε καὶ μιὰ γλώσσα καινούρια. Ἄλλες λέξες, ἄλλη γραμματικὴ χρειαστήκανε τὸτες παντοῦ γιὰ τὶς ἰδέες, γιὰ τὸ νοῦ καὶ γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ καθενός. Ἄναψε ἡ μιὰ σπίθα τὴν ἄλλη, διαδοθήκανε ἰδέες, τέχνες, ἐπιστήμες, ὁ καθεὶς ἔφερνε τὸ μερτικό του καὶ τὸ δάνιζε τοῦ ἀλλουνοῦ. Ἔτσι μορφώθηκε μιὰ Ἐβρώπη κι ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς ἔπιασε συγκοινωνία διανοητική. Ἐμεῖς πίσω, ὅλο πίσω! Ποῦ ἡ δύστυχη πατρίδα, μὲ τῶν παιδιῶ της τὴν ἀμάθεια, τὴν περηφάνεια καὶ τὴν τρέλλα, νὰ μπορέσῃ καὶ κείνη νὰ ζήσῃ τὸ µεγάλο, τὸ χαρούμενο βίο τῆς ξαναγεννημένης Ἐβρώπης!
Ἔτσι μοῦ μιλοῦσε τὸ μνῆμα, γιατὶ ἡ ὄψη του μονάχη μοῦ θύμιζε τὴν ἐλεεινή μας κατάσταση. Κι ὡςτόσο ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας κατάλαβε ποτέ του τί μᾶς λείπει; Περηφανέβεται ὁ Ῥωμιὸς μὲ τοὺς προγόνους του, νομίζει πὼς τοὺς μοιαζει, καὶ πειδὴ σὰν τὸν ἀγράμματο χάλασε τὴ φυσική του γλώσ-