Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/58

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
50
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

μούμιες δὲ μᾶς κάνουνε.» Τί θόρυβος καὶ τί κακὸ ἔγινε τότες! Μιὰ σκουντιὰ κι ἄνοιξες παράθυρα, ἄπλωσες χέρι κ’ ἔσπασες πόρτες· μπῆκε μέσα ὁ ζωντανὸς ἀέρας τοὐρανοῦ, πλημμύρισε τὸ φῶς κ’ εἶπες στὸ λαὸ ποὺ στεκότανε ὄξω· — «Ὅρσε, ἀφεντικό μου· δικό σου τὸ παλάτι· δάσκαλός μου εἶσαι σὺ καὶ σὺ βασιλιάς μου· δοῦλος σου εἶμαι γὼ κι ἀπὸ σένα τὴ γλώσσα μου θὰ μάθω.»

……Θὰ τὸ παρατήρησε ὁ καθένας· ἂν ποτὲς διοῦμε, ἢ καταλάβουμε, ἢ μόνο μᾶς ἔρθῃ φόβος πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς κατηγορήσῃ, ἢ νὰ πάρῃ κακὴ ἰδέα γιὰ μᾶς – μάλιστα ὅταν τύχῃ κανεὶς νὰ φανῇ μεγάλος μπροστά μας, νὰ παινεθῇ ὁ ἴδιος ἢ ἄλλοι νὰ τὸν παινέσουνε – κάτι μέσα μᾶς σπρώχνει νὰ δείξουµε καὶ μεῖς τί ἀξίζουμε, κάποτες ἴσως νὰ δείξουμε παραπάνω ἀπὸ κεῖνο ποὺ εἶναι. Φοβήθηκα καὶ γὼ τὸν ποιητή. Ἀφότου μᾶς πλακώσανε οἱ σκολαστικοί, τόσες φορὲς βρίσανε ὅλο τὸ ἔθνος, τόσες φορὲς εἴπανε τὴ γλὠσσα μας βάρβαρη καὶ πρόστυχη, ποὺ κόντεψε ὁ κόσμος νὰ τοὺς πιστέψῃ. Ἔτρεμα, τὰ λόγια τους νὰ μὴν τἀκούσῃ κι ὁ πεθαμμένος. Βγῆκα τότες ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ δρόµο ἐκείνονε ὅπου καθόμουνε ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, τράβηξα ἵσία μὲ τὴν Καμάρα, καὶ μὲ θάῤῥος μεγάλο, μὲ μάτι γεμάτο φλόγες, φώναξα δυνατά, χωρὶς νὰ προσέξω ποὺ στεκότανε κόσμος τριγῦρο κ’ ἴσως µποροῦσε νὰ μ’ ἀκούσῃ·

— Ὄχι! μὴν τὸ πιστέψῃς πὼς γενήκαμε βάρβαροι· μὴν τὸ πιστέψῃς πὼς ἔχουμε πρόστυχη γλώσσα! Ἡ γλώσσα µας γιὰ πέταμα δὲν εἶναι. Πρόστυχη γλώσσα μπορεῖ νἄχῃ μόνο μιὰ πρόστυχη ψυχὴ κ’ οἱ ψυχές μας εἶναι γενναῖες, καὶ τὰ χέρια μας σηκώσανε τουφέκι καὶ διώξαµε τοὺς Τούρκους καὶ μᾶς ἔψαλες στὰ νιάτα σοὺ καὶ σύ. Μὴν τοὺς συνορίζεσαι τοὺς δασκάλους ποὺ μᾶς κατατρέχουνε· εἶναι οἱ χερότεροί μας ὀχτροί, καὶ γυρέβουνε τώρα νὰ μᾶς βγάλουνε τιποτένιους σ’ ὅλο τὸν κόσμο μπροστά, γιὰ νὰ φανοῦνε τοῦ λόγου τους κατιτίς.