Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/53

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
45
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

παιδιά του. Ἄλλη φροντίδα στὴν ἀῤῥώστια του δὲν εἶχε, παρὰ νὰ μὴ νοιώσουνε τὰ ἐγγόνια του τὰ βάσανα ποὺ τραβοῦσε. Πάλεψε μὲ τὸ Χάρο μέρες καὶ νύχτες. Ψυχομαχοῦσε κ’ ἔκρυφτε τοὺς πόνους του. Τὸ κακὸ ποὺ τὸν εἶχε πλακώσει τοῦ ῥάγιζε τὴν καρδιά· πιανότανε ἡ ἀναπνοὴ του κι ἀρχινοῦσε νὰ τρέμῃ σὰν τὸ φύλλο, ὅταν ὁ ἄνεμος δέρνει καὶ ταράζει τὸ δέντρο καὶ πάει νὰ τὸ ῥίξῃ κατὰ γῆς. Πρόσεχε ὅμως νὰ μὴν τὸ καταλάβῃ κανένας. Ὅσο εἴτανε τὰ παιδιά του μπροστά, στὸ πλάγι του κοντά, χαμογελοῦσε γλυκὰ καὶ τὰ σπλάχνα του τὰ θέριζε ὁ θάνατος. Τὴ νύχτα, ὅπου δὲν εἴτανε κεῖνα µπροστά, σηκωνότανε ὄρθιος, τίναζε χέρια καὶ ποδάρια, χτυποῦσε τὸ κεφάλι του στοὺς τοίχους, ἔτριζε τὰ δόντια του, καὶ δίχως φόβο νὰ διοῦνε τίποτις τὰ παιδιά, ἥσυχα καὶ στὰ γεμάτα ἄφινε τὸν πόνο νὰ τοῦ τρώῃ κορμὶ καὶ ψυχή.

Καὶ τώρα κοίτεται μόνος. Εἴτανε πεπρωμένο, γραμμένο στὸν οὐρανό. Ὅποιος θυσιάζεται γιὰ τὴν πατρίδα καὶ δουλέβει γιὰ τὸ ἔθνος, ὅποιος φανῇ μεγάλος, ὅποιος ὑψωθῇ, µήτε πατέρα, μῆτε μάννα, μήτε παιδιά, μήτε φίλους πρέπει νἄχῃ. Ἁλάκαιρο τὸν παίρνει ἡ πατρίδα. Τὸν ἔχει μοναχή της, μὲ σιδερένιο χέρι τὸν ἀρπάζει καὶ τὸν κάνει δικό της – ἴσα μὲ τὸν τάφο καὶ παρέκει… Τί κρύο, τί ψυχρό, τί ἔρημο πρᾶμα ποὺ εἶναι ἡ δόξα!


Ϛʹ.
Ὁ Ποιητής.
Ἔφυγα καὶ γὼ τότες ἀπὸ κειπέρα. Γύρεβα μοναξιὰ νἀνασάνῃ ἡ καρδιά μου. Κι ὡςτόσο πάντα κάτι μὲ τραβοῦσε, κάτι μ’ ἕσπρωχνε νὰ γυρίσω πίσω, νὰ ξαναδιῶ τὴν Καμάρα καὶ