τὸν τάφο. Πάντα στεκότανε τὸ πλῆθος µαζωμένο. Πήγαινα µέσα στὸν ὄχλο ποὺ μὲ σκουντοῦσε, ποὺ μὲ ζουλοῦσε, ποὺ μὲ πατοῦσε γιὰ νὰ περάσῃ. Δὲν μποροῦσα νὰ φὐγω. Μιὰ δύναµη μὲ βαστοῦσε, μ’ εἶχε καρφωμένο σὲ κεῖνο τὸ μέρος – σὰ νὰ πρόσμενα κάτι νὰ διῶ, κάτι νὰ καταλάβω ποὺ δὲν ἤξερα ἀκόμη. Ὅλη τὴν ἡμέρα ζαλισμένος, μὲ γεμάτο φροντίδες τὸ κεφάλι, σερνόμουνε, κυλιόμουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κουρασμένος, μισοσακατεμένος.
Τέλος πλάκωσε κ’ ἡ νύχτα. Δὲν τὸ κουνοῦσα. Λάμπανε ἀναμμένα ὅλα τὰ φῶτα. Τριγῦρο στὸν τάφο, καίγανε τέσσερεις λαμπάδες μαβροτυλιμένες. Ἔλεγε τὸ Παρίσι νὰ ξενυχτίσῃ, νὰ μεῖνῃ μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ ποιητῆ, ὥςπου νὰ σηκώσουνε τὸ λείψανο τὸ πρωί. Χώθηκα παράµερα σ’ ἕνα δρόμο σκοτεινό, μὲ τρόπο νἀποφύγω τὸν τόσο κόσμο κι ὅμως πάντα νὰ βλέπω τὴν Καμάρα μὲ τὸ μνῆμα.
Δὲν ξέρω τί μοῦ κατέβηκε τότες· ἀπὸ τὴν κούραση εἴτανε, ἀπὸ τὴ λύπη τὴν πολλή, δὲν μποροῦσα νὰ σταθῶ στὰ ποδάρια μου. Σὰ µουδιασμένη μέσα μου ἡ ψυχή μου. Ἀναγκάστηκα νὰ κάτσω σὲ μιὰ πέτρα, νὰ πάρω τὴν ἀναπνοή μου. Ἅμα βρέθηκα μόνος, μοῦ φάνηκε σὰ νὰ μὴν ἔβλεπα πιὰ τίποτις ἀπ’ ὅσα εἶχα διεῖ ὅλη τὴν ἡμέρα. Ξέχασα τὸν ποιητή, ξέχασα τὸ λείψανο, ξέχασα τὸ Παρίσι. Ὁρμητικὰ πῆγε ὁ νοῦς μου στὴν πατρίδα – καὶ ποτὲς στὴ ζωή μου, ποτὲς μέσα μου δὲν ἔγινε τόση ταραχή, δὲν ξέσπασε τόση φουρτούνα. Κάποτες στεκόμουνε ὧρες βυθισμένος, ἀφανισμένος, σὲ μιὰ ταπείνωση ποὺ μήτε γινότανε πιὸ μεγάλη, καὶ φαρμάκωνε ἡ πίκρα τὴν καρδιά μου. Κάποτες πάλε, ξανάπαιρνα θάῤῥος, στεκόμουνε ὄρθιος καὶ κοίταζα ἁψηλὰ ἁψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανό. Τόση πλήξη, τόση σταναχώρια, τόση θλίψη δὲν ἔτυχε νἄχω ποτὲς – καὶ ποτὲς δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου τόσες ἐλπίδες, ποτὲς δὲν ἔννοιωσα τόσες χαρές. Σὰν τἀνήσυχο πουλὶ ποὺ τρέμει καὶ πηδᾷ μέσα στὰ κλαδιά, λαχταροῦσε ἡ καρδιά