Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/52

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
44
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

τὸ λαὸ ποῦ μᾶς περίμενε· μόνο γεμίζανε τὰ ματία μας δάκρια, γιατὶ ξέραμε πὼς δὲ θὰ ξαναδιοῦμε τὸ καλό του, τὸ σοβαρό του πρόσωπο, πὼς ποτέ μας δὲ θὰ ξανακούσουμε πιὰ τὴ φωνή του. Ναί, εἶχε δίκιο ἡ μεγάλη πατρίδα νὰ προσκυνᾷ τὸ μεγάλο της τὸν πατριώτη· εἶχε δίκιο ὁ λαὸς νὰ δοξάζῃ τὄνομά του· βλέπαμε φανερὰ τῆς ποίησης τὴ νίκη, τὴν ἀποθέωση τοῦ ποιητῆ. Μὰ τί μᾶς φελοῦσε ποὺ τὸ βλέπαμε; Κλαίγαμε τὸν ἄθρωπο κι ὄχι μόνο τὸν ποιητή. Ὅ τι κι ἂν τοῦ ἔκανε τώρα τὸ Παρίσι, ὅσο κι ἂν τιμοῦσε τὴ μνήμη του, τί μ’ ἀφτά; Ἐμεῖς ποὺ τὸν εἴχαμε γνωρίσει, βαριαναστἐναζε μέσα ἡ καρδιά μας. Πάει, πάει καὶ μᾶς ἄφησε γιὰ πάντα. Καλές οἱ πολυτέλειες καὶ τὰ μεγαλεῖα, μὰ τί κατάλαβες τώρα ποῦ κοίτεται πεθαμμένος, τί θὰ κάμουμε τώρα ποὺ πιὰ τὰ μάτια μας δὲ θὰ τὸν ξαναδιοῦνε;

Τί κρύο, τί ψυχρό, τί ἔρημο πρᾶμα ποὺ εἶναι ἡ δόξα! Ὅσο κοιµότανε ἔτσι στὸ κιβούρι, σὲ τόσο κόσμο μπροστά, μοῦ φαινότανε πὼς εἴτανε ὁλομόναχος καὶ ξενιτεμένος. Φύγανε οἱ φίλοι· γυρίσανε οἱ δικοί του καταλυπημένοι στὸ σπίτι. Μιὰ στιγμὴ στάθηκε στὸν τάφο κοντὰ τὸ δύστυχό του τὸ ἐγγόνι· γύρεβε καμιὰ κόχη, καμιὰ γωνιὰ γιὰ νὰ μπορέσῃ κρυφὰ νὰ γονατίσῃ, ἴσως κάτι νὰ τοῦ πῇ. Τοῦ κάκου! Μπορεῖ τώρα νἀκκουμπήσῃ πουθενὰ τὀρφανό, τώρα ποὺ τὰ χίλια μάτια τοῦ λαοῦ τοὺς κοιτάζουνε καὶ τοὺς δυό, τώρα ποὺ τοῦ πῆρε τὸ Παρίσι τὸν παπποῦ του; Ποῦ θὰ πέσῃ, νὰ τὸν προσκυνήσῃ; Σὲ ποιὸ μέρος θὰ τραβηχτῇ νὰ χύσῃ ὅσα δάκρια ἔχει μέσα του ἡ καρδιά του; Πῶς θἀναστενάξῃ, δίχως νὰ τὸν ἀκούσῃ κανεῖς: Πῶς θὰ πάῃ νὰ πῇ σιγὰ σιγὰ στἀφτὶ τοῦ περίφηµου γέρου· «Παπποῦ µου, παπποῦ µου, ἔτσι µ’ ἀφίνεις καὶ φέβγεις καὶ δὲ μὲ λυπᾶσαι!» Ἀχ! τὸ πλῆθος ποὺ στέκεται τριγῦρο στὸν τάφο, τί μοναξιὰ ποὺ τὴν ἔχει, τέτοια ὥρα, γιὰ τοὺς πεθαµένους!

Κι ὡςτόσο τὸ καλὸ τὸ γεροντάκι ἀγαποῦσε, λάτρεβε τὰ