Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/51

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
43
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ

Εʹ.
Δόξα καὶ μοναξιά.

Προτοῦ νὰ τὸν πάρῃ γιὰ πάντα ἡ μάβρη γὶς καὶ ἡ πλάκα νὰ σκεπάσῃ τὸ πρόσωπό του, θέλησε τὸ Παρίσι νὰ προσκυνήσῃ τὸν ποιητή του, νὰ γονατίσῃ στὸ μνῆμα του µπροστά. Ξέρει τὸ Παρίσι νὰ τιμᾷ τὰ µεγάλα του τὰ παιδιά. Τὸν ἔβαλε νὰ κοιμηθῇ μιὰ µέρα καὶ μιὰ νύχτα στὴν ἄκρη τῆς Πόλης, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη τὴν τροπαιόφορη καμάρα ποὺ εἴχε χτίσει ὁ μεγάλος ὁ Ναπολέοντας μὲ δόξα καὶ μὲ πέτρα. Κοντὰ στὸ µέρος ὄπου εἶχε χαράξει ὁ ἀφτοκράτορας τὶς χίλιες νῖκες τοῦ στρατοῦ του, βάλανε τοὺς τίτλους τοῦ ἄλλου τοῦ νικητῆ, γράψανε τῶν ἐργῶνε του τὰ ὀνόματα. Ἔτυχε κιόλας, τὸ µάβρο σκέπασμα ποὺ εἴχανε κρεµάσει στὴν ἀψίδα, ἐκείνη τὴν ἡμέρα, καὶ ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ πάνω ἴσα μὲ τὴ μέση, πέφτοντας νἀγγίξῃ μὲ τὴν ἄκρη του τὸν πέτρινο στέφανο ποὺ φορεῖ ὁ ἀφτοκράτορας κάτω στἀνάγλυφα τῆς πόρτας. Ἔμοιαζε τώρα καὶ κεῖνος νὰ λυπᾶται. Ἔτσι μιὰ νύχτα ἁλάκαιρη κοιµήθηκε ἀδερφικὰ ἡ μιὰ δόξα κοντὰ στὴν ἄλλη.

Τὸ Μάη, στὶς τριάντα µιά, ἡ ὥρα ὀχτὼ τὸ πρωί, μέρα Κεριακή, εἴτανε νὰ φέρουνε τὸ λείψανο γιὰ νὰ τἀπιθώσουνε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη τὴν Καμάρα. Τριγῦρο στεκότανε πολὴς λαός, τὸν πρόσµενε κόσµος πολὴς µαζωμένος. Μὲ σέβας, μὲ λύπη, µὰ καὶ μὲ κάποια περηφάνεια γιὰ τέτοιο ποιητή, τὸν καρτεροῦσε τὸ πλῆθος, κι ἅμα τὸν εἴδανε ξεσκεπαστήκανε ὅλα τὰ κεφάλια. Πρὶ νἄρθῃ ἴσα μὲ κεῖ κάτω, πρωῒ πρωῒ εἶχα πάει στὸ σπίτι του κι ἀπὸ τὸ σπίτι του μὲ λίγους φίλους, μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ ἐγγόνια του, ἀκολουθούσαμε τὸ λείψανο μοναχοί µας. Δὲ συλλογιόµεστα