Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/50

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
42
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

ἂς ξολοθρεφτῇ ἡ βασιλεία του κι ἂς ἀφανιστῇ τὄνομά του!

Γίνεται λοιπό, Παρίσι μου νὰ σὲ ξεχάσω τώρα ποὺ τρέχω στὴ χώρα τῆς σκλαβιᾶς, τώρα ποὺ πάω στὴν Πόλη; Τί μὲ μέλει ἡ Ἁγιὰ Σοφιά; Τὴν ἱστορία σου μελετῶ, τὴ φήμη σου τὴ ζουλέβω· μὲ πόνο ψυχῆς, μὲ καρδιοχτύπι καὶ μὲ δάκρια σὲ θυμοῦμαι. Ἄντρα μ’ ἔκαμες ἐσύ· μoῦ ἔμαθες νὰ δοξάζω τὴ λεφτεριά, νὰ σέβουμαι, νἀγαπῶ τὰ μεγάλα τὰ κεφάλια ποὺ γέννησες καὶ ποὺ πάντα γεννᾷς, – νὰ τὰ σέβουμαι, γιατὶ κυνηγοῦνε τὸ καλὸ καὶ ξέρουνε νὰ μᾶς δείξουνε ποῦ θὰ τὸ βροῦμε καὶ μεῖς – νὰ τἀγαπῶ, γιατὶ μαζί τους γεμίζει θάῤῥος ἡ καρδιά καὶ σὰ νὰ σοῦ φωνάζουνε· — «Πρόσεχε, παιδί μου, καὶ σὺ κάτι νὰ φανῇς, τὴν πατρίδα σου νὰ δουλέψῃς.» Ἐσὺ μοῦ ἔθρεψες τὸ νοῦ· ἔφαγα τὸ ψωμί σου, βύζαξα τὸ γάλα σου, καὶ τὸ χῶμα σου ἔγινε χῶμα μου.

Γιὰ τοῦτο καὶ τώρα στὸ ταξίδι, τὴ νύχτα ποὺ βγαίνουνε τἄστρα στὸ σεργιάνι, τραβιοῦμαι μοναχός μου στὸ κατάστρωμα, ἀκκουμπῶ στὸ κατάρτι καὶ σὲ συλλογιοῦμαι. Ὅλα μὲ μιᾶς τὰ θυμοῦμαι, ὅλα τὰ ξαναβλέπω, ὅσο ἡ φύση κοιμᾶται κι ὁ οὐρανὸς ξαπλώνει ἀπάνω στὴ θάλασσα τὸ μυστικό του σκοτάδι. Ἕνα δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, ἕνα μοῦ δέρνει τὸ νοῦ, σὰν τὸ κῦμα ποὺ δέρνει τὸ βαπόρι. Ποτὲς ὅπως ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ταράχτηκα στὴ ζωή μου. Νύχτα εἴτανε καὶ τότες, νύχτα τρομαχτικὴ γιὰ μένα. Εἶχε πεθάνει ὁ μεγάλος ὁ γέρος, ὁ Βιχτὼρ Οὐγκώ, ὁ γενναῖος ὁ φίλος τῆς Ἑλλάδας. Ὅσο ζοῦσε, πήγαινα σπίτι του συχνὰ καὶ τὸν ἔβλεπα. Ἕνα βράδυ, μὲ τὴ βαρειά του φωνὴ – σὰ νὰ μιλοῦσε μνῆμα – μοῦ εἶπε δυό του στίχους γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Σὲ λίγες μέρες πέθανε. Καὶ πολὺ πιώτερο ἀκόμη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια ποὺ μοῦ ἔλεγε, μὲ τάραξε ὁ θάνατός του.