Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/49

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
41
ΠΑΡΙΣΙ

Δὲν πρέπει νὰ τὰ πειράξῃς· ξέρεις νὰ τὰ πιάσῃς, σὰν πρόβατα σ’ ἀκολουθοῦνε· ὁρμοῦνε σὰν τὸ θεριό, ἅμα τἀγγίξῃς. Δὲ θέλουνε σκλαβιά· τοὺς βασιλιάδες δὲν τοὺς φοβοῦνται, κι ὅταν τοὺς βαρεθοῦνε, ἁπλώνουνε τὸ χέρι καὶ τοὺς σπάνουνε σὰν τὰ παιχνίδια. Οἱ πέτρες στοὺς δρόμους σηκώνουνται μοναχές τους· ἡ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη ἀνεβαίνει· τἀμάξια ποὺ περνοῦνε, στέκουνται κ’ ἐφτὺς γίνουνται πύργοι· τὰ κάγκελλα τὰ κάνουνε κοντάρια, καὶ τὸ φύσημά τους μπαρούτι. Ὥςπου νὰ γυρίσῃς νὰ διῇς, βρεθήκανε μπάλλες, πιστόλια καὶ τουφέκια· δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ βγήκανε. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ σπίτια, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ κελλάρια, μαζώνουνται, πηδοῦνε, ξεφυτρώνουνε καρέγλες, ξύλα, γυαλιά, σίδερα, μολύβι. Ὅλα μαζὶ στὴ μέση τοῦ δρόμου σωρέβουνται, μεγαλώνουνε, ἄξαφνα γίνουνται βουνὸ κι ἀφτὸ τὸ βουνὸ – ἄχ! Πόλη μου καημένη, ποῦ νὰ τὰ ξέρῃς ἐσὺ ἀφτά; – λέει στοὺς τυράννους· – «Ἴσα μὲ δῶ, ἀρχοντικό μου, κι ὄχι παρέκει!»

Μὲ τὰ βουνά σου τὰ ξαφνικά, Παρίσι μου ποθητό, ἔσωσες τὴν Ἐβρώπη κι ἀκόμη θὰ τὴ σώσῃς. Ὅλα σὲ σένα τὰ χρωστοῦμε. Ἐσὺ θυσιάστηκες γιὰ τὸν κόσμο. Ἀπό σένα πρωτομάθαμε λεφτεριὰ τί θὰ πῇ. Δὲ σοῦ ἔμελε μόνο γιὰ σένα· τὴν ἀθρωπότητα ἁλάκαιρη συλλογιόσουνε. Τοὺς δικούς σου τοὺς τυράννους δὲ σ’ ἔφτασε ὄξω νὰ τοὺς πετάξῃς· εἶχες στὸ νοῦ σου τὴν οἰκουμένη· τὴ γὶς θέλησες νὰ γλυτώσῃς. «Ὅλοι οἱ ἀθρῶποι εἶναι ἀδέρφια κ’ ἔχουν ἕνα νόμο.» Ἔτσι μηνοῦσες τῆς Ἐβρώπης, ὅταν καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, βασίλεια καὶ δημοκρατίες, τρέμανε μπροστά σου καὶ σκύφτανε τὸ κεφάλι. «Λεφτεριά. Ἰσότη. Ἀδερφοσύνη», τέτοια λόγια μᾶς ἔλεγες τότες κι ἀκούστηκε μακριὰ μακριὰ ἡ φωνή σου. Θέλει δὲ θέλει, ἀργὰ ἢ νωρίς, ἀπὸ τὸ δρόμο

ποὺ μᾶς ἄνοιξες, πρέπει σήμερις ὁ κόσμος νὰ περάσῃ. Οἱ βαρβάροι δὲ θὰ βαστάξουνε πολλὴ ὥρα. Ὅποιος δὲν ξέρει λεφτεριά, ἰσότη κι ἀδερφοσύνη, – ὅποιος γυναῖκες δὲν ψηφᾷ καὶ λέει τοὺς ἄντρες σκυλιά –