τὴν ἔννοια τῆς λέξης ποὺ δὲν ξέρουνε, τὸ νόημα τοῦ χωρίου ποὺ τοὺς βασανίζει, τὰ μέτρα τοῦ στίχου, τὴν ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα κάθε συλλαβῆς. Τώρα πάνε ὅλοι στὴν Ἑλλάδα, κ’ εἶναι σὰ νὰ μιλούσανε κανενός ἀρχαίου. Ῥωτοῦν ἕνα δάσκαλο ἢ ἕνα χωρικό, κι ὁ δάσκαλος ἢ ὁ χωρικὸς ἀμέσως λέει τοῦ σοφοῦ ὅ τι θέλει νἀκούσῃ· ὅλες του τὶς ἀπορίες μὲ μιὰ λέξη θὰ τοῦ τὶς λύσῃ, γιατὶ ξέρει ὁ καθένας στὴν Ἐβρώπη πὼς ἅμα πατήσῃ στὸ βασίλειο, θὰ βρῇ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπαράλλαχτη καὶ ζωντανή.
Ἂς πάμε καὶ μεῖς. Ἄβριο φέβγουμε. Ἀκόμη μιὰ παραγγελιὰ νὰ σοῦ δώσω. Μὴν ξεχάσῃς, ζωή μου, σὲ παρακαλῶ, νὰ βάλῃς δυὸ τρεῖς σταφίδες στὸ σεντούκι. Εἶναι τῆς ἀθρωπιᾶς νὰ φέρουμε καὶ μεῖς κανένα χάρισμα στοὺς ὁμογενεῖς. Μπορεῖ νὰ σωθήκανε κ’ οἱ σταφίδες. Πρόσεχε, φῶς μου, καὶ θυμήσου νὰ πάρῃς καμιὰ Γραμματικὴ τῆς νεοελληνικῆς. Πρέπει νὰ ξέρουμε νὰ μιλοῦμε. Κάτω κάτω στὸ σεντούκι, ῥίξε, ψυχίτσα μου, τὴν Grammaire du grec actuel τοῦ Rangabé.»