Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/40

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
32
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

πιάσω. Ὅταν ἔγινα μεγάλος, συχνὰ ἀκόμη ἔτσι τῆς μιλοῦσα. Τί μοναδικὴ γυναίκα ποὺ εἴτανε κείνη! Πόσες ἀνοησίες μ’ ἐμπόδισε νὰ κάμω, κι ἂς μοιἀζανε κάποτες οἱ ἀνοησίες μου σωστές! Πόσα καλά, πόσα φρόνιμα λόγια εἶχε πάντοτες νὰ μοῦ πῇ! Μὲ τί τρόπο ἤξερε νὰ μ’ ἁρμηνέψῃ! Μόνες οἱ γυναῖκες γνωρίζουνε, χωρὶς νὰ τὴ μάθανε ποτέ τους, τὴν τέχνη ποὺ μαλακώνει τὴν καρδιὰ καὶ πείθει τὸ νοῦ. Ὁ λόγος τους μπαίνει ἴσια μέσα στὴν ψυχή. Ἡ γυναίκα, ὅ τι γεννηθῇ, εἶναι μάννα· μάννα τὴν ἔχει ἡ φύση καμωμένη, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ξέρει μωρὰ νὰ μᾶς νανουρίζῃ, νὰ μᾶς ἡσυχάζῃ μὲ τὸ φιλί της, ἔτσι καὶ κατόπι, μὲ τὴν ἴδια καλοσύνη, μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη, ξέρει νὰ παρηγορῇ, ξέρει νὰ κάμῃ μέλι τὴ ζωή μας.

Μιὰ γλύκα ξεχωριστὴ εἴχανε τῆς γιανούλας μου τὰ λόγια· εἴχανε τὰ λόγια της μιὰ φρόνηση δική τους. Τὸ πρόσωπό της εἶχε ἕνα χαμογέλοιο ἔξυπνο καὶ τρυφερὸ συνάμα· τέτοιο καὶ τὸ μίλημά της. Δὲν εἴμουνε ἐγὼ ποὺ τὴν ἔκανα κάπου κάπου νὰ ξεχνᾷ τὶς τόσες πίκρες τῆς ζωῆς της, τὶς δυστυχίες ποὺ σὰν τἀγκάθια κεντούσανε τὴν καρδιά της· μ’ ὅλα της τὰ χρόνια εἴτανε κείνη ποὺ μ’ ἔσπρωχνε, ποὺ μοῦ ἔδινε θάῤῥος, ποὺ μοῦ ἔλεγε πάντα νὰ μὴν ἀπελπίζουμαι. Μαζί της ἡσύχαζα. Ἅμα εἶχα κανέναν καημό, ἀμέσως στὴ γιανούλα! Ἔτσι καὶ τώρα. Ὅση βία κι ἂν εἶχα νὰ βγῶ στὸ ταξίδι, νὰ διῶ τὴν πατρίδα, νὰ χαιρετήσω τοὺς δασκάλους, συλλογίστηκα μέσα μου· — «Καλὸ εἶναι νὰ πάω πρῶτα νὰ βρῶ τὴ γιαγιά μου, τί θὰ μοῦ πῇ.»

Ὅταν πῆγα, τὴν ἧβρα καθησμένη στὴν πολτρόνα της· φοροῦσε τὴ μάβρη της σκούφια λίγο στραβὰ στὸ πλάγι, ποὺ τῆς σκέπαζε τὸ ἕνα της τἀφτί· εἴτανε πάντα μαβροφορεμένη κι ὡςτόσο τὴν ἔβλεπες πάντα μὲ τἀγαθό της τὸ χαμογέλοιο, ποὺ ἔλαμπε μέσα στὰ ζωηρά της, τὰ γλυκά της τὰ μάτια.

— Γιανούλα μου χρυσή, τὴν ἐφκή σας! Τὄχω ἀπόφαση