Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/38

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
30
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

Καὶ τί νὰ τὴν κάμω τότες τὴ ζωή; Κάλλια μιὰ ὥρα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ πεθάνω, παρὰ νὰ ζῶ χρόνια καὶ νὰ μὴν τοὺς βλέπω! Ξέρεις τί γλύκα, τί νοστιμάδα ποὺ τὴν ἔχει ἕνας ποὺ σὲ πετᾷ πρῶτα στὸ πρόσωπο ὅσα λόγια, ὅσες βρισιὲς ξέρει καὶ δὲν ξέρει, κ’ ἔπειτα πετιέται κι ὁ ἴδιος στὴν ἀγκαλιά σου, λέγοντας· Μπρὲ ἀδερφέ! ἔλα νὰ σὲ φιλήσω!

— Γυναίκα μου, νὰ σὲ χαρῶ, νἄχῃς ἕτοιμο τὸ σεντούκι. Ἢ ἂν τὸ θέλεις κ’ ἔτσι «πλήρωσον τὸ κιβώτιον καὶ κράτει τὰς ἀποσκευὰς ἑτοίμους». Θὰ σὲ πάω στὴν Ἑλλάδα! Ἂς ἀφήσουμε γιὰ τρεῖς μῆνες – τὸ πολὺ πολὺ – τὴ γλυκειά μας τὴ γωνιὰ ὅπου καθούμαστε κουκουλωμένοι ζεστὰ στὴν ἀγάπη μας μέσα, σὰν τὸ πουλὶ στὴ φωλιά του. Ἔλα νὰ διῇς τοῦ ἀντρός σου τὴν πατρίδα. Ἔλα νὰ καταλάβῃς πῶς μιλούσανε ὁ Πλάτωνας κι ὁ Σωκράτης. Ἔλα νἀκούσουνε τὰ βάρβαρά σου τἀφτιὰ τὴν προφορὰ ποὺ ἔβγαζε τοῦ Ὅμηρου τὸ στόμα. Τί κάνουνε οἱ σοφοὶ τῆς Ἐβρώπης, οἱ ἐπιστήμονες, οἱ ἀρχαιολόγοι, οἱ γλωσσολόγοι, ὅταν κανένα δύσκολο ζήτημα τοὺς σκοτίζει τὸ κεφάλι, ὅταν πολεμοῦνε νὰ καταλάβουνε πῶς ζούσανε οἱ ἀρχαῖοι, μὲ τί τρόπο ντυνόντανε, πῶς βάζανε τὴ φορεσιά τους, πῶς πεινούσανε καὶ πῶς τρώγανε; Τί κάνουνε, ὅταν ἀπαντήσουνε ἄξαφνα σὲ κανένα συγραφέα, πεζογράφο ἢ ποιητή, μιὰ φράση ποὺ τοὺς ξεφέβγει, μιὰ λέξη ποὺ δὲν ἐννοοῦνε; Τί κάνουνε, ὅταν ἄλλη βοήθεια δὲν ἔχουνε πιά, γιὰ νὰ φωτιστῇ ὁ νοῦς τους, παρὰ κανέναν κώδικα μισοσβησμένο, καὶ προσπαθοῦνε, ὅλοι τους μαζί, νὰ διορθώσουνε τὰ σακατεμένα χωρία ἑνὸς χερογράφου; Μήπως κάθουνται καὶ σπουδάζουνε, ἀνοίγουνε ἢ σφαλνοῦνε τὰ βιβλία τῆς ἐπιστήμης, σκαλίζουν ἐπιγραφὲς καὶ σπάνουνε τὸ κεφάλι τους γιὰ νὰ ξεδιαλίσουνε τὴν ἀλήθεια, μὲ τὰ λίγα μνημεῖα τῆς ἀρχαιότητας ποὺ σωθήκανε ἴσα μὲ τώρα; Ὄχι βέβαια! Οἱ σοφοὶ Ἐβρωπαῖοι, ἂν κανένας ἀρχαῖος ζοῦσε ἀκόμη καὶ σήμερα, θὰ τρέχανε ἀμέσως, θὰ φιλούσανε τὰ πόδια του γιὰ νὰ τοὺς πῇ