Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/93

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
91

Πέντε φορὲς φτερνίστηκε, μὰ προχωροῦσε· ποτὲ δὲ χάνει τὸ θάρρος του. Ἀφοῦ κοίταξε τὰ σακιά, τὶς μυλόπετρες καὶ τὶς κρησάρες, γύρισε καὶ εἶπε σ’ αὐτὰ τὰ πράματα:

«Ἄν ξαναπιῶ δράμι, νὰ μὲ πῆτε ὅλοι σας μεθυσμένο».

Ὄχι ἕνα, μὰ τετρακόσια δράμια θὰ πιῆ!.... τὸ ἀπόγεμα, ὅταν πάη στὸ χάνι.



46. Στὸν ἔλατο.

Ἀφοῦ ἔφαγαν εἶπε ὁ Φάνης:

«Πᾶμε σὲ κεῖνο τὸν ἔλατο ἐκεῖ ἀπάνω;»

Σ’ ἕνα μέρος στεκόταν ἕνας ἔλατος, καταμόναχος.

«Πᾶμε», εἶπαν τὰ παιδιά.

—«Καὶ πότε θὰ γυρίσωμε στὶς καλύβες;» ρώτησε ὁ Μαθιός.

—«Θὰ ἔρθωμε πίσω ἀργὰ τὸ ἀπόγεμα» λέει ὁ Κωστάκης. «Θὰ πάρωμε τὸ ἀλεύρι καὶ θὰ γυρίσωμε τὸ βράδυ».

«Νὰ πάρωμε καὶ τὸ σακούλι μας, εἶπε ὁ Καλογιάννης, μπορεῖ νὰ πεινάσωμε».

Πῆραν τὸ σακούλι τους, τὸ παγούρι καὶ τὸ ραβδί τους, καὶ κίνησαν. Ἦταν ἀνήφορος δύσκολος· μὲ τὴ δύναμη ὅμως ποὺ πῆραν ὕστερα ἀπὸ τὸ λουτρό, εἶχαν διάθεση γιὰ μεγάλα ταξίδια.

Σὲ πολλὰ μέρη σταμάτησαν. Κυνήγησαν ἔντομα καὶ γουστερίτσες, πέταξαν πέτρες τὸν κατήφορο, καὶ γνώρισαν φυτὰ ποὺ δὲν τὰ εἶχαν δεῖ ποτέ. Σ’ ἕνα μέρος στάθηκαν καὶ καμάρωσαν πέντ’ ἕξι ὡραῖα δέντρα, ποὺ ἦταν θεόρατα, μὲ δυνατὸ κορμό.

«Εἶναι καστανιές!» φώναξε ὁ Πάνος ποὺ τὶς γνώρισε.