Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/92

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
90

Ἤθελε νὰ πῆ μ’ αὐτό: «ξεφορτῶστε νὰ τ’ ἀλέσωμε».

Πάλι πιωμένος εἶναι!

Τὰ παιδιὰ ἔλυσαν τὸ φόρτωμα καὶ κατέβασαν τὰ δυὸ σακιά. Ὁ Πάνος ρώτησε τὸ μυλωνά:

«Τί ὥρα θὰ εἶναι ἀλεσμένο, γιὰ νὰ ξέρωμε;» Ὁ μυλωνὰς δὲν ἀπάντησε. Ἔχει πιεῖ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ μὴν ἀκούη πολλὰ πράματα. Μπορεῖ νὰ τ’ ἄκουσε, μὰ ἔλα ποὺ ἡ γλῶσσα του εἶναι μπερδεμένη!

Κάπου κάπου φτερνιζόταν κι ὕστερα ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του: «ἴες», δηλαδή: «μὲ τὶς ὑγεῖες».

Ἔπειτα ὅμως θυμήθηκε τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ εἶχαν κάμει, κι ἀπάντησε:

«Ἄ..... θὰ.... τη....» δηλαδή: «θὰ τ’ ἀλέσωμε, ἅμα θ’ ἀλεστῆ».


Καλὰ ποὺ ἦρθε ἡ γυναῖκα τοῦ μυλωνά καὶ πῆρε τὰ σακιά. Ἦταν πολὺ προκομμένη· αὐτὴ βαστοῦσε τὸ μύλο. Μὰ ἔχει τέτοια ντροπὴ γιὰ τὸ κακὸ τοῦ ἀντρός της, ποὺ σκύβει τὸ κεφάλι ἐμπρὸς στοὺς ξένους.

Ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὸ μεθυσμένο καὶ μιὰ στὰ παιδιά, σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «κοίταξε πῶς καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ κρασί!» Καὶ τράβηξε μέσα στὴ δουλειά της.


Ὁ Μπαρμπακούκης προσπαθοῦσε νὰ φορέση τὸ γελέκο του καὶ δὲν μποροῦσε· τὸ φοροῦσε ἀνάποδα. Προσπαθοῦσε νὰ πῆ κι ἕνα τραγούδι καὶ δὲν μποροῦσε· τὸ ξεχνοῦσε καὶ φτερνιζόταν.

Ὡστόσο καὶ τὸ ροῦχο ἤθελε νὰ φορέση καὶ τὸ τραγούδι νὰ τὸ τελειώση. Ξανάρχιζε....

Τούτη ἡ γῆς ποὺ τὴν πατοῦμε,
ὅλοι μέσα θενὰ μποῦμε.