νιὰ πάλι τὸν πελέκησε. Κι ἅμα ἔβγαλε δυὸ χρόνια τὸ ρετσίνι, ὁ Γιάννης ἄρχισε νὰ μετρᾶ τὰ κούτσουρα ποὺ θὰ εἶχε, ἂν τὸν ἔκοβε ὁλότελα.
Τὴν τρίτη χρονιὰ τὸν γκρέμισε. Καὶ πῆγε στὴ μάνα του καὶ τῆς εἶπε: «Μάνα, καλὸ χειμῶνα θὰ περάσωμε. Τὸ μισὸν πεῦκο θὰ τὸν κάψωμε ἐμεῖς στὸ τζάκι, τὸν ἄλλο θὰ τὸν πουλήσωμε στὰ Δυὸ Χωριά».
Κίνησε νὰ πάη στὰ Δυὸ Χωριά, νὰ βρῆ τοὺς μαστόρους νὰ τοὺς πῆ πὼς ἔχει ξύλο γιὰ πούλημα. Πέρασε ἕνα μερόνυχτο, δὲν ἔφτασε. Πέρασαν τρεῖς μέρες, δὲν ἔφτασε. Πέρασε ἕνας μῆνας, κι ἦταν ἀκόμα στὸ δρόμο.
Ὁ πεῦκος, λένε, τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε τὸν καταράστηκε. Καὶ σὰν εἶχε τὴν κατάρα τοῦ πεύκου, δὲν μποροῦσε ὁ Γιάννης νὰ βγῆ ποτὲ ἀπὸ τὸν κάμπο. Γιατὶ τὰ δέντρα, βλέποντάς τον, περπατοῦσαν κι ἔφευγαν. Κι ὁ λόγκος ὅλο τραβοῦσε μακριά. Κι ὁ Γιάννης ὅλο ἀπόμενε στὰ ξερολίβαδα.
Δίψα εἶχε, σταλιὰ δὲν εἶχε νὰ δροσιστῆ. Καὶ περνοῦσαν τὰ καλοκαίρια καὶ τὸν ἔκαιαν, κι οἱ χειμῶνες καὶ τὸν πάγωναν. Κι ὁ Γιάννης περπατοῦσε κι ἦταν πάντα στὸν ἴδιον τόπο. Ὥσπου σωριάστηκε.
Καὶ τοῦ ἔβγαλαν κι ἕνα τραγούδι, ποὺ λέει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία. Ἔχει καὶ σκοπό. Μὰ ὅσο γιὰ τὰ λόγια, ἐγὼ δὲν τὰ ξέρω· στὰ χαρτιὰ θὰ τὰ βρῆτε· γιατὶ πέρασε στὰ χαρτιὰ αὐτὴ ἡ ἱστορία.
Τὸ τραγούδι τοῦ Γιάννη ἀπὸ τὸ Πουρνάρι ἔτσι τὸ λένε τὰ χαρτιά: