Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/84

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
82

43. Ἡ κατάρα τοῦ πεύκου.

«Γιάννη, γιατί ἔκοψες τὸν πεῦκο;
 γιατί; γιατί;»
—«Ἀγέρας θάναι» λέει ὁ Γιάννης,
 καὶ περπατεῖ.



Ἀνάβει ἡ πέτρα, τὸ λιβάδι
 βγάνει φωτιά·
νάβρισκε ὁ Γιάννης μιὰ βρυσούλα,
 μιὰ ρεματιά!



Μὲς στὸ λιοπύρι, μὲς στὸν κάμπο
 νὰ ἕνα δεντρί...
Ξαπλώθη ὁ Γιάννης ἀποκάτου
 δροσιὰ νὰ βρῆ.



Τὸ δέντρο παίρνει τὰ κλαδιά του
 καὶ περπατεῖ!
«Δὲ θ’ ἀνασάνω» λέει ὁ Γιάννηςˑ
 «γιατί; γιατί;»

2

—«Γιάννη, ποῦ κίνησες νὰ φτάσης;»
 —«Στὰ Δυὸ χωριά».
—«Κι ἀκόμα βρίσκεσαι δῶ κάτου;
 Πολὺ μακριά!»



—«Ἐγὼ πηγαίνω, ὅλο πηγαίνω.
 Τί ἔφταιξα γώ;
Σκιάζεται ὁ λόγκος καὶ μὲ φεύγει,
 γι’ αὐτὸ εἶμαι δῶ.