Ἡ Ἀφρόδω κάθισε καὶ μπάλωσε δυὸ τρεῖς. Ἄν μπορῆ νὰ μπαλωθοῦν δασοφύλακες! Ὕστερα πῆρε τὴ ρόκα κι ἄρχισε νὰ γνέθη.
«Τώρα νὰ μᾶς πῆ κανένα παραμύθι!» συλλογίστηκαν τὰ παιδιά.
Ὄχι δὲν τοὺς εἶπε παραμύθι· τοὺς εἶπε τὴν ἱστορία τοῦ Γιάννη ἀπὸ τὸ Πουρνάρι. Μιὰ ἱστορία ποὺ τὴν ξέρουν ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί.
42. Ἡ ἱστορία τοῦ Γιάννη ἀπὸ τὸ Πουρνάρι.
Βλέπετε κεῖ κάτω μακριά, εἶπε ἡ Ἀφρόδω, κάτι χωράφια ποὺ κιτρινίζουν;
Ἐκεῖ ἦταν ἕνας πεῦκος· μὰ τί πεῦκος! Ἕκρουε στὰ οὐράνια, ποὺ λέει ὁ λόγος. Ὁ ἴσκιος ποὺ ἔρριχνε, μαύριζε σὰν τὸ χράμι ποὺ εἶναι ἀπὸ τράγιο μαλλί. Ἀπὸ κάτω μποροῦσε νὰ σταλίση ἕνα κοπάδι.
Πουλὶ πετούμενο δὲν περνοῦσε ἀπὸ μακριὰ δίχως νάρθη ν’ ἀγγίξη τὴν κορφή του.
Οἱ σταλαματιὲς ἀπὸ τὸ ρετσίνι του σὰν κεχριμπάρια· τὸ φύσημά του ποτάμι· ἡ δροσιά του γιάτρευε λαβωμένο.
Λένε πὼς μέσα στὸ κορμί του κοιμόταν μιὰ νεράιδα· ἔτσι λένε. Μεγαλύτερος πεῦκος δὲ φάνηκε πουθενά· τὸν θυμοῦνται δὰ ἐκεῖνοι ποὺ γέρασαν. Κι ὁ παππούλης κάθισε στὸν ἴσκιο του.
Ὥσπου ἦρθε μιὰ χρονιὰ ὁ Γιάννης ἀπὸ τὸ Πουρνάρι, καὶ τὸν πελέκησε μὲ τὸ τσεκούρι γιὰ ρετσίνι. Καὶ τὴν ἄλλη χρο-