Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/79

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
77

Ἡ μικρὴ δασοφυλακή μας ἔκαμε τὸ χρέος της. Δὲν ἡσύχασε ὅμως μ’ αὐτό. Ἐξακολουθεῖ τὶς βάρδιες.

Πάντα εἶναι ἕτοιμη!



40. Τὸ μαῦρο τραγάκι.

Ὁ Λάμπρος ἦρθε στὸ μάθημα καὶ προχτὲς καὶ χτὲς καὶ σήμερα.

Κοιτάζει τὸ ρολόγι του κι ἔρχεται ταχτικὰ τὴν ἴδια ὥρα. Τὸ ρολόγι τοῦ Λάμπρου εἶναι μιὰ ξερὴ ἀγριαχλαδιά. Στὶς δέκα τὸ πρωὶ πέφτει ὁ ἴσκιος της ἀπάνω στὸ σημάδι. Τότε ξεκινᾶ ὁ μαθητὴς τρέχοντας κι ἔρχεται στὸ Δημητράκη.

Δόξα σοι ὁ Θεός, τὰ γίδια τὴν ἄλλη φορὰ τὰ μάζεψε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. Ἕνα τραγάκι, ἕνα μαῦρο τραγάκι, δὲν μπόρεσε νὰ τὸ βρῆ πουθενά.

Ὅταν τὸ εἶπε τοῦ παπποῦ, τὸν ἔπιασε μεγάλος θυμός.

«Νὰ πᾶς πίσω νὰ μοῦ βρῆς τὸ τραγάκι. Ὅ τι ἔχω κεῖνο τὸ μικρό, δὲν ἔχω ὅλο τὸ κοπάδι!»


Ὁ Λάμπρος τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ πῆγε πίσω, κι ἄρχισε ν’ ἀνεβαίνη πάλι ὅλους τοὺς γκρεμούς. Ἔψαξε στοὺς θάμνους, ἔρριξε πέτρες παντοῦ, σφύριξε, φώναξε «τσέπ! τσέπ! τσέπ!» τίποτα. Εἶχε ἀπελπιστῆ.

Τὴ στιγμὴ ποὺ κίνησε νὰ φύγη, τὸ τραγάκι πρόβαλε ἀπὸ μιὰ πράσινη τούφα. Οὔτε κινήθηκε οὔτε βέλαξε· μόνο τὸν κοίταξε.

Ἦταν ξεχασμένο μέσα στὸ ἄγριο κλαρί. Μιὰ νύχτα ἔζησε στὸ πουρνάρι καὶ στὴν κουμαριά, καὶ ξέχασε καὶ κοπάδι καὶ βοσκό.

Ὁ Λάμπρος τὸ κυνήγησε λίγο, τὸ τσάκωσε ἀπὸ τὸ πίσω