πόδι μὲ τὴν γκλίτσα του, τὸ πῆρε στὸν ὦμο καὶ τὸ ἔφερε πίσω.
Ὅταν τὸ εἶδε ὁ Γεροθανάσης χάρηκε, μ’ ὅλες τὶς ἕξι χιλιάδες τὰ ζωντανά του.
Ἀφοῦ τὸ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μικρά του κέρατα καὶ τὸ ἔφερε στὰ γόνατά του, φώναξε τάχα σὰ θυμωμένος:
«Φέρε γρήγορα τὸ μαχαίρι νὰ τὸ σφάξω». Τὸ τραγάκι βέλαξε: «μέε..μέεεε..» Καὶ τὸ χνότο του, καθὼς ἄνοιξε τὸ στόμα, μοσκοβόλησε ἀπὸ τὸ ἄγριο κλαρί.
«Τί εἶπες;» φώναξε ὁ Γεροθανάσης, σηκώνοντας τὸ χέρι σὰ νὰ κρατοῦσε τάχα μαχαίρι. «Νὰ μὴ σὲ σφάξω εἶπες; Ὄχι, θὰ σὲ σφάξω, τώρα κιόλας! Στὶς μυρουδιὲς μοῦ ξεχάστηκες, ἔ; Ἄγγιχτη κουμαριὰ μούθελες! Ἂς εἶναι, ἃς ἔχης χάρη σήμερα. Ξέρω γώ! θὰ σὲ σφάξω στὸ γάμο τῆς Ἀφρόδως».
Ἕτσι εἶπε καὶ τ’ ἀπόλυσε νὰ πάη μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα.
Ὄχι, δὲ θὰ τὸ σφάξη οὔτε στὸ γάμο τῆς Ἀφρόδως. Ἂς εἶναι ἄταχτο· ξέρει ὅμως νὰ κυνηγᾶ τὶς εὐωδιές· ξέρει νὰ βρίσκη τὸ ἄγγιχτο κλαρί.
Ὁ Γεροθανάσης τὸ ἔχει στὴν καρδιά του. Μιὰ μέρα φαίνεται πὼς θὰ τὸ κάμη κεσέμι!
41. Τὸ τραγούδι τῆς Ἀφρόδως.
Ἡ Ἀφρόδω ἦρθε σήμερα μαζὶ μὲ τὸ Λάμπρο, νὰ δῆ τ’ ἀδέρφια της. Ἕναν ἀδερφὸ εἶχε, τὸ Λάμπρο, καὶ τώρα ἔγιναν εἰκοσιέξι!