Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/78

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
76

Οἱ γριὲς ἐξήγησαν τὶς σφυριξιὲς ἐκεῖνες σὰ γριές. Εἶπαν πὼς εἶναι ἀπὸ στοιχειά. Τὰ μεγαλύτερα στοιχειά, καθὼς λένε οἱ γριές, εἶναι μέσα στὸ λόγκο.

Πουρναρίτης.

Οἱ Πουρναρῖτες, ἂν κι ἔχουν περπατήσει νύχτα πολλὲς φορές, πίστεψαν τὶς γυναῖκες. Τὸ ξαφνικὸ ἐκεῖνο, ποὺ τὸ διηγήθηκαν οἱ φοβισμένοι δεντροκόποι, ἀπὸ στόμα σὲ στόμα μεγάλωσε. Καὶ καθὼς μέσα στὸ ἄγριο αὐτὸ χωριὸ ἔμειναν οἱ ἄνθρωποι ἀγράμματοι, ἡ ἱστορία γύριζε μέρα καὶ νύχτα. Κι ὅσο γύριζε, τόσο πιὸ φοβερὴ γινόταν.

Στὸ τέλος μερικοὶ ἀπὸ τοὺς χωριάτες πίστεψαν πὼς ὁ Χλωρὸς εἶχε στοιχειώσει.


Ἀπάνω στὸ φόβο αὐτόν ἦρθε κι ὁ φόβος τῆς ἐξουσίας. Οἱ Πουρναρῖτες εἶδαν τοὺς δυὸ χωριανούς των ποὺ εἶχαν χτυπήσει τὸν Κώστα τὸν Κορφολόγο, νὰ πηγαίνουν στὴ φυλακὴ δεμένοι, ἀνάμεσα σὲ τέσσερες χωροφύλακες. Τὴν τιμωρία τους τὴ χρωστοῦμε στὰ παιδιά, ποὺ εἶχαν τρέξει στὸ Μικρὸ χωριὸ καὶ εἰδοποίησαν τοὺς χωροφύλακες.


Στὴν κορφὴ ἑνὸς πεύκου, σὲ ψηλὸ μέρος, τὰ παιδιὰ ἔχουν δέσει κι ἕνα ἄσπρο πανί, γιὰ σημαία. Αὐτὴ φαίνεται κάμποσο μακριὰ καὶ δείχνει πὼς ὑπάρχουν ἐκεῖ φύλακες.