Ἡ σφυρίχτρα σου νὰ εἶναι ἕτοιμη.
Μὲ τὴ βάρδια ποὺ φυλάγετε, προστατεύετε τὰ δέντρα. Κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅσοι θὰ δροσιστοῦν ἀπ’ αὐτὰ τὰ δέντρα, εἴτε τώρα, εἴτε σὲ πενήντα κι ἑκατὸ καὶ διακόσια χρόνια.
Ὅταν βρίσκωνται γενναῖα παιδιὰ σὰν ἐσᾶς, ἕνα δάσος γίνεται αἰώνιο. Κι οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καλύτερα τὴ ζωή τους.
39. Οἱ δεντροκόποι δὲν πέρασαν καλά.
Τὴν πρώτη βραδιὰ δὲν ἦρθε ὁ εχθρός. Ἦρθε ὅμως τὴ δεύτερη.
Ἐκεῖ κάπου ἀκούστηκαν τρεῖς τσεκουριές. Ἐκεῖνος ποὺ χτυποῦσε σταμάτησε λίγα λεπτά, γιὰ ν’ ἀφουγκραστῆ φαίνεται γύρω. Ἔπειτα ξανάδωσε ἄλλες τρεῖς.
Τότε σφύριξαν ἔξαφνα στὸ σκοτάδι δεκαπέντε σφυρίχτρες. Πρῶτα καθεμιὰ χωριστά, ἔπειτα κι οἱ δεκαπέντε μαζί, δυνατά, πολὺ δυνατά.
Σ’ αὐτὸ τὸ ξαφνικὸ οἱ δεντροκόποι τὰ ἔχασαν. Ποῦ πῆγαν, ἀπὸ ποῦ, δὲν κατάλαβε κανείς. Χάθηκαν. Στὸ δάσος ξανάγινε σιωπή.
Τὴν ἄλλη μέρα βρέθηκε ἐκεῖ ἕνα τσεκούρι κι ἕνα σκοινί. Δὲ θάρθουν νὰ τὸ ζητήσουν. Οἱ Πουρναρῖτες ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ἔχουν καταλάβει πὼς δὲν μποροῦν πιὰ νὰ γυμνώσουν τὸ δάσος.
Καθὼς ἔχουν μείνει ἄγριοι καὶ ἀγράμματοι χωριάτες, ὁ φόβος τους τὰ μεγαλώνει ὅλα. Καὶ πιστεύουν ὅλα ὅσα φοβοῦνται.