σακούλι μας. Μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸ Μικρὸ χωριὸ καὶ στὴν Πέτρα καὶ στοὺς λοτόμους».
—«Αὐτὸ θὰ εἶναι μιὰ καλὴ δουλειά» εἶπε ὁ δασοφύλακας.
—«Καὶ βάρδια θὰ φυλάξωμε» εἶπε ὁ Ἀντρέας. «Μὴ μᾶς βλέπεις μικρούς· εἴμαστε εἰκοσιέξι».
Ὁ δασοφύλακας κοίταξε τὰ παιδιὰ μὲ περιέργεια. Τὰ εἶδε ἡλιοκαμένα· φαίνονταν παιδιὰ μὲ θάρρος. Ὁ Ἀντρέας ἔμοιαζε παιδὶ ποὺ ξέρει νὰ ὁδηγῆ.
«Ποιὸν ἔχετε μαζί σας ἐδῶ;» ρώτησε. «Ποιὸς σᾶς συντροφεύει;»
—«Κανένας».
—«Μονάχοι σας εἶστε;»
—«Μονάχοι».
—«Ἀπὸ πότε;»
—«Ἀπὸ μιὰ βδομάδα».
—«Παιδιὰ ποὺ μποροῦν νὰ μείνουν ἐδῶ μόνα, μποροῦν νὰ βοηθοῦν καὶ τὸ δασοφύλακα. Ἐλᾶτε μαζί μου».
Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς πῆγε σ’ ἕνα μέρος μὲ πυκνὰ δέντρα. Ἐκεῖ τοὺς ὥρισε πῶς θὰ φυλάξουν τὴ νύχτα καὶ τί θὰ κάμουν, ἄν τύχη καὶ ἀκούσουν τσεκούρι στὰ δέντρα.
38. Δασοφύλακες, γρηγορεῖτε!
Φάνη, προσοχή. Σκοπὸς εἶσαι.
Μὴ φοβᾶσαι τὴ νύχτα, μὴ σὲ τρομάζουν οἱ ἲσκιοι. Ὅποιος κάνει ἐκεῖνο ποὺ πρέπει, δὲν ἔχει νὰ φοβηθῆ κανένα.
Ἐσὺ κι οἱ συμμαθητές σου ἀπόψε φυλάγετε τὸ δάσος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του.