Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/75

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
73

σουν ἀπὸ τὸν πρῶτο δυνατὸ ἀέρα ἢ θὰ ξεραθοῦν, γιατὶ δὲ θὰ ἔχουν πιὰ χυμό.

Τὸ τέλος τους τὸ ἔχουν νιώσει, καὶ ὅμως τραγουδοῦν· σαλεύουν καὶ φυσοῦν ὅπως τ’ ἄλλα, τὰ γερὰ πεῦκα.

Μὲ τὸ κομμάτι κορμὸ ποὺ τοὺς ἔμεινε πίνουν ἀπὸ τὴ γῆ ὅσο χυμὸ µποροῦν ἀκόμηˑ πρασινίζουν, ἔχουν ἴσκιο.

Ἔτσι σακατεμένα µποροῦν καὶ δροσίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ φυσικό τους εἶναι νὰ κάνουν τὸ καλό, δὲν ἀλλάζει.

Δέντρα, περήφανα δέντρα!



37. Τὰ παιδιὰ γίνονται δασοφύλακες.

«Ἀπὸ αὔριο θὰ φέρω τὸ φυλακεῖο μου ἐδῶ πέρα» εἶπε ὁ δασοφύλακας. «Μοῦ χρειάζεται ὅμως βοήθεια. Πρῶτα μιὰ καλύβα· ἔπειτα πρέπει νὰ μπορῶ νὰ εἰδοποιήσω τοὺς χωροφύλακες ποὺ εἶναι στὸ Μικρὸ χωριὸ, ἢ τὸ σταθμάρχη τῆς Πέτρας, καθὼς καὶ τὸ δεύτερο δασοφύλακα, ποὺ εἶναι στοὺς λοτόμους. Πρέπει ἀκόμη νὰ ἔχω μιὰ δεύτερη βάρδια, στὴν ἀνάγκη καὶ τρίτη».


Ὁ Ἀντρέας ὅταν ἄκουσε αὐτά, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του μιὰ σφυρίχτρα. Ὕστερα ἔκαμε σημεῖο στ’ ἄλλα παιδιά, νὰ βγάλουν τὴ σφυρίχτρα τους καὶ νὰ σφυρίξουν μονομιᾶς ὅλοι, μόλις κουνήση τὸ χέρι.

Μιὰ βροντερή σφυριξιὰ ἀκούστηκε ἀπὸ δέκα σφυρίχτρες. Μποροῦσε ν’ ακουστῆ ἀρκετὰ μακριά.

«Ἂν ἐμεῖς τὰ παιδιὰ χρειαζόμαστε, εἶπε ὁ Ἀντρέας, εἴμαστε ἐδῶ. Ἔχομε τὴ σφυρίχτρα μας, τὸ ραβδί μας καὶ τὸ