Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/67

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
65

«Τί γάλα νὰ τρώη! τί γιαούρτια, τί µυζῆθρες!»

Εἶναι ὀγδόντα χρονῶν, µὰ τὴν γκλίτσα δὲν τὴν πάτησε χάμω. Πόσες φορὲς εἶδε ν’ ἀνθίζη ὁ γάβρος καὶ ἡ ὀξά! Πόσοι χειµῶνες ἔρριξαν ἀπάνω του τὴ βροχὴ καὶ τὸ χαλάζι! Καὶ πάλι ὁλόισος εἶναι.

Νάχωμε τὰ καλά σου γεράµατα, Γεροθανάση!



32. Ἕνας ἐθελοντὴς χωροφύλακας γιὰ τὴν ἀλεπού.

Φεύγοντας ὁ Γεροθανάσης ἄφησε ἄλλο δῶρο: τὸ μικρό του σκύλο, τὸν Γκέκα.

Ὁ Γκέκας εἶχε ἔρθει μαζί του, μὰ τώρα δὲν ἔφευγε. Ἤθελε νὰ µείνη µὲ τὰ παιδιά. Ἀκολούθησε τὸ Γεροθανάση ὡς τὰ δέντρα, ἔπειτα ξαναγύρισε. Ὁ Γεροθανάσης τοῦ φώναξε, πάλι ὁ Γκέκας πῆγε ὡς ἐκεῖ, µὰ πάλι ξαναγύρισε.

Ἀφοῦ γύρισε δυὸ τρεῖς καλύβες καὶ τὶς µύρισε καλά, στάθηκε µπροστὰ στὸ Δημητράκη καὶ στὸν Κωστάκη, καὶ τοὺς κοίταξε κουνώντας τὴν οὐρά, σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «παίζοµε;»

Πρὶν τοῦ ἀπαντήσουν ἄρχισε αὐτὸς τὰ πηδήματα. Ἔτρεχε χωρὶς νὰ τὸν κυνηγᾶ κανείς. Δηλαδή· «ἂν δὲν παίζετε σεῖς, παίζω ἐγώ».

Τὰ παιδιὰ ἔβαλαν τὰ γέλια. Νὰ ἕνας ἐθελοντής!


Ὁ Γκέκας γεννήθηκε κι αὐτὸς τσοπανόσκυλο. Ἔχει αὐτιὰ ὀρθὰ καὶ µυτερά, καὶ τὸ µαλλὶ µεγάλο καὶ δασύ. Εἶναι ἄσπρος, µ’ ἕνα σταχτὶ µπάλωµα στὴ ράχη, στὰ πόδια