λιά του ἂσπρα. Εἶναι χιονισµένος χειµῶνα καλοκαίρι· κατακάθαρος. Ἡ Ρούμελη θὰ τὸν λευκαίνη τὸ γέρο!
Εἶναι ὁ πρῶτος τσέλιγκας σὲ κεῖνα τὰ βουνά· ἀπὸ ἕξι χιλιάδες τὰ ζωντανά του δὲν ἔπεσαν ποτὲ κάτω.
Εἶναι ὁ παπποὺς τῆς γενιᾶς. Ἔδωσε κόρες κι ἐγγονὲς στὶς γύρω καλύβες. Ἔχει δοσµένες καὶ ἄλλες σὲ βουνὰ µακριά, ποὺ δὲ φαίνονται. Ὅλες τὶς προίκισε, καὶ τὸ βιός του δὲ σώνεται.
Γράμματα δὲν ξέρει, ἔμαθε ὅμως καὶ βάζει τὴν ὑπογραφή του, σιγὰ σιγὰ καὶ γερά, µὲ μιὰ γκλίτσα στὸ τέλος, νὰ ἔτσι:
Μ’ αὐτὴ τὴν ὑπογραφὴ πουλεῖ, ἀγοράζει, ξέρει ποῦ βρίσκεται ἡ περιουσία του.
«Ξέρω κι ἐγώ, λέει, δεκάξι γράμματα».
Καὶ λέει ἀλήθεια. Τὰ µέτρησε µιὰ φορὰ ὅσα κάνουν τὴν ὑπογραφή του, καὶ τὰ βρῆκε δεκάξι. Μιὰ ζωὴ τώρα δὲν ἔγιναν δεκαεφτά.
Ὅ τι τοῦ λείπει σὲ γράμματα, τὸ ἔχει ὁ Γεροθανάσης σὲ νοῦ. Δεν τὸν ἐγέλασε κανείς, µὰ οὔτε καὶ γέλασε κανένα. Λόγο δεύτερο δὲν ἔχειˑ ἕνα καὶ σωστό.
Ὅταν κατεβαίνη στὴν πολιτεία —γιατὶ πηγαίνει καὶ στὴν πολιτεία µιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὴ Λαµπρή— πιάνει ὅλο τὸ δρόμο, καὶ γυρίζουν καὶ τὸν κοιτάζουν αὐτὸν καὶ τὴν ἀγκλίτσα του. Τότε κουνοῦν τὸ κεφάλι καὶ λένε: