Ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῶν κλαδιῶν του βλέπουν τὸν οὐρανό. Τὰ κλαδιά του σκίζονται σὲ πολλὰ κλαδιὰ μικρότερα, κι αὐτὰ πάλι σὲ ἄλλα µικρὰ µικρὰ παρακλάδια, ποὺ μοιάζουν μὲ ἀµέτρητα ψηλὰ σκοινιά, κοµποδεµένα σὰν τὰ δίχτυα.
Τὰ φύλλα του, ποὺ εἶναι σὰ βελόνες, γίνονται κρόσσια, καὶ κεῖ μέσα παίζει ὁ ἀέρας κι ὁ γαλάζιος οὐρανός.
Σαλεύει τὸ πεῦκο, κι ἡ ἄκρη τοῦ ἴσκιου του σαλεύει μαζί. Φυσάει σὰ µακρινὴ θάλασσα. Νὰ μποροῦσαν ν’ ἀκοῦνε ξαπλωµένοι ὧρες πολλὲς αὐτὸ τὸ νανούρισμα.
Μόνο ἡ µάνα τους θὰ τοὺς ἔλεγε τόσο καλὸ τραγούδι, ὅταν τὰ εἶχε στὴν κούνια.
Δὲν εἶπε ἡ βοσκοπούλα τὴν ἄλλη φορά, πὼς τὰ δέντρα ἔχουν χάδι καὶ χαϊδεύουν; Ὅλα τὰ παιδιὰ νιώθουν αὐτὸ τὸ χάδι.
Πεῦκο εὐλογημένο!
31. Ὁ Γεροθανάσης.
Σήμερα ἦρθαν δυὸ τσοπάνηδες κι ἔφεραν γάλα. Δὲν εἶναι πολύ, γιατὶ τώρα τὰ πρόβατα καὶ τὰ γίδια στέρφεψαν, μὰ εἶναι δῶρο τοῦ Γεροθανάση.
Τοὺς ἔφεραν καὶ µιὰ γαλατόπιτα, καμωμένη ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Αφρόδως. Κι αὐτὴ δῶρο τοῦ Γεροθανάση.
Τέλος τοὺς ἦρθε κι ὁ ἴδιος ὁ Γεροθανάσης.
Ὁ Γεροθανάσης φορεῖ ἄσπρη φουστανέλα, ἄσπρες κάλτσες, ἄσπρο σκοῦφο· κι εἶναι καὶ τὰ γένια του καὶ τὰ μαλ-