Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/64

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
62

29. Ἕνας δάσκαλος στὴν κοινότητα.

Καλά· τοῦ ἔμαθαν ἂς ποῦμε τὴν ἄλφα· τὸν ἔμαθαν νὰ συλλαβίζη· µὰ ὕστερα; Κι ὁ Φάνης κι ὁ Δῆµος νιώθουν πὼς δὲ θὰ μπορέσουν νὰ διαβάσουν τὸ παιδὶ πάρα πέρα. Πρέπει νὰ τὸ πάρη κάποιος καλύτερος ἀπ’ αὐτούς.

Φτάνοντας στὶς καλύβες, διηγήθηκαν τί εἶχε γίνει.

«Νά, ἕνα τόσο δὰ µικρὸ εἶναι, εἶπε ὁ Φάνης. Καὶ νὰ δῆτε πῶς τὰ κοίταζε τὰ γράμματα, καὶ πῶς τάπαιρνε».


Ὅλα τὰ παιδιὰ συγκινήθηκαν μ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία. Θέλουν νὰ ἔρχεται ὁ Λάμπρος ἐκεῖ, νὰ τὸν διαβάζη πότε ὁ ἕνας πότε ὁ ἄλλος.

«Ὄχι, ἕνας νὰ τὸν διαβάζη» εἶπε ὁ Ἀντρέας.

Ποιὸς θὰ εἶναι αὐτός; Στὴ στιγμὴ συλλογίστηκαν ποιὸς ξέρει τὰ περισσότερα γράμματα, καὶ διάλεξαν τὸ Δημητράκη. Αὐτὸς θὰ διαβάση τὸ βλαχόπουλο.

Λοιπὸν γίνεται στὴν κοινότητα καὶ σχολεῖο.



30. Στοὺς ἴσκιους τῶν πεύκων.

Σήμερα εἶναι Κυριακή. Κάτι ξεχωριστὸ ἔχει τοῦτο τὸ πρωί. Τὰ παιδιὰ εἶναι ξαπλωμένα στοὺς ἴσκιους· εἶναι σὰν ξεχασμένα κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα· ξεκουράζονται.


Πεῦκο, εὐλογηµένο πεῦκο!