Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/28

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
26

Ἐκεῖ τοὺς φάνηκε πὼς ἔβλεπαν κάτι καλύβες.

«Ἔεε!» φώναξαν.


Τρέχοντας ἐρχόταν τὸν ἀνήφορο κάποιος. Μὰ δὲν ἦταν ἄνθρωπος, ἦταν σκύλος. Ἀνέβαινε μὲ θυμό, καὶ νά, τοὺς βρέθηκε μπροστά.


Μόλις εἶδε ὁ Δῆμος πὼς τὸ μαλλιαρὸ τοῦτο μαντρόσκυλο, ἕνα ἀληθινὸ θηρίο, ἐρχόταν καταπάνω τους, ἅρπαξε μιὰ χοντρὴ πέτρα, κι ἄλλη μιὰ πῆρε στὸ ἀριστερό του χέρι.

Ὁ μαντρόσκυλος κατάλαβε πὼς μ’ αὐτὸν εἶχε νὰ πολεμήση.

Ὁ καημένος ὁ Φάνης φώναξε μονάχα «ὄξω, ὄξω», καὶ σήκωσε τὴ βέργα. Μὰ ἐνῶ ἔκανε πὼς φοβέριζε, εἶχε χλομιάσει κι ἦταν σὰ νὰ παρακαλοῦσε τὸ σκύλο: «μὴ μὲ τρῶς!»