Ὁ Δῆμος εἶδε πὼς κινδύνευαν κι ἔπρεπε νὰ γλιτώσουν. Σφεντόνισε λοιπὸν τὸ λιθάρι μὲ ὅλη του τὴ δύναμη.
Τὸ λιθάρι βρῆκε τὸ σκύλο στὴ ραχοκοκαλιά. Ὁ σκύλος φώναξε, ἔτρεξε στὴν πέτρα ποὺ ἔπεσε, τὴ δάγκασε μὲ μανία, σὰ νὰ ἤθελε νὰ τὴ ροκανίση, γύρισε πίσω καὶ ξαναρίχτηκε.
Ἅμα εἶδε ὅμως τὸ παιδὶ μὲ μιὰ πέτρα πάλι στὸ δεξί, ἕτοιμο νὰ τοῦ καταφέρη καὶ δεύτερη, ἔκοψε τὴ φόρα του.
Τὴν ἀντίσταση ὅλοι τὴ φοβοῦνται. Ὁ μαντρόσκυλος εἶχε νὰ κάμη μὲ παιδὶ ποὺ ὑπερασπίζει τὴ ζωή του. Ὁ Φάνης εἶδε τὴ στιγμὴ ἐκείνη, τί ἀξίζει τὸ θάρρος.
Πῶς τὸ ἤθελε, νὰ εἶχε ρίξει αὐτὸς τὴν πέτρα!
14. Ἕνα βλαχόπουλο ποὺ δὲ λέει πολλὰ λόγια.
Ἕνα βλαχόπουλο ἔτρεχε πρὸς τὰ κεῖ, φωνάζοντας τὸ σκύλο. Ἔφτασε, ἅρπαξε τὸ σκύλο ἀπὸ τὸ μαλλιαρό του λαιμό, καὶ σηκώνοντας τὴν ἀγκλίτσα του, ἔκανε πὼς θὰ τὸν τσακίση στὸ ξύλο.
Ὁ σκύλος κάθισε κάτω καὶ μαζεύτηκε. Τὸ βλαχόπουλο ἦταν ἕνα παιδάκι. Ὁ σκύλος δυὸ φορὲς σὰν αὐτό.
«Ποῦ εἶναι ἡ καλύβα τοῦ Γεροθανάση;» ρώτησαν τὰ παιδιά.
Τὸ βλαχόπουλο ἔδειξε μὲ τὸ χέρι τὶς καλύβες. Τοὺς ἀκολούθησε, κρατώντας τὸ σκύλο καὶ κατέβηκαν μαζί.
«Τί τὸν ἔχεις ἐσὺ τὸ Γεροθανάση;»
—«Παππούλη».
—«Ἐσὺ σὲ ποιὰ ἀπ’ ὅλες τὶς καλύβες κάθεσαι;»