«Καὶ κεῖνοι ποὺ περισσεύουν τί θὰ προσφέρουν στὴν κοινότητα;» ρώτησε ὁ Κωστάκης.
—«Τὴν ὄρεξή μας» εἶπαν αὐτοὶ γελώντας.
—«Ἀπ’ αὐτὴ ἔχομε κι ἐμεῖς» φώναξε ὁ Ἀντρέας. «Μὰ ἔννοια σας κι ἔχετε δουλειά».
Ἡ δουλειὰ ποὺ τοὺς ἔπεσε εἶναι ἀρκετή. Ἔπρεπε νὰ γυρίσουν τὶς καλύβες, τὴν κοινότητά τους, νὰ κοιτάξουν τὶς θέσεις, τὰ δέντρα καὶ νὰ ὁρίσουν ποῦ θὰ εἶναι τὸ μαγειρειό, ἡ ἀποθήκη, τὰ ράφια.
Ἄλλοι ἔπρεπε νὰ δοῦν ἂν ἔχουν ὅ τι τοὺς χρειάζεται γιὰ νὰ μαγειρεύουν. Μήπως λείπει κουτάλα ἢ κατσαρόλα, καθώς αὐτὴ τὴ στιγμὴ τοὺς λείπει τὸ τηγάνι, καὶ πρέπει νὰ τὸ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς λοτόμους.
Ἄλλοι πάλι θὰ πήγαιναν νὰ δοῦν τοὺς βλάχους γιὰ νὰ ξέρουν τί τρόφιμα μπορεῖ νὰ πάρουν ἀπ’ αὐτοὺς στὴν ἀνάγκη. Καὶ στὸ τέλος, νὰ μάθουν ἄν ἔχη κανένα χωριὸ ἐκεῖ κοντὰ καὶ πόσο μακριὰ εἶναι.
13. Πόλεμος μ’ ἕνα μαντρόσκυλο.
Ὁ Δήμος κι ὁ Φάνης σηκώθηκαν καὶ πῆγαν γιὰ τοὺς βλάχους. Δεξιὰ τοὺς εἶχαν πεῖ πὼς εἶναι. Μπῆκαν στὰ δέντρα κι ἄφησαν τὸ μονοπάτι νὰ τοὺς βγάλη. Μὰ ὕστερα ἀπὸ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας τὸ μονοπάτι χάθηκε, ὅπως γίνεται συχνὰ στὸ δάσος. Ἔμοιαζε μὲ τὸν ἄλλον τόπο.
Γύρισαν ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, δὲν τὸ ξαναβρῆκαν. Προχώρησαν τότε χωρὶς δρόμο πρὸς ἕνα σημεῖο ποὺ φαινόταν ἕνας τόπος χωρὶς δέντρα.