Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/20

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
18

κριές του φουστανέλες καθημερινὴ και γιορτή, κατακάθαρες.


Καθισμένος σταυροπόδι ἔρραβε.

»Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸν Ἁι-Λιὰ εἶπε τῆς γριᾶς γυναίκας του:

«Γυναῖκα, ἐκεῖ πάνω ποὺ πήγαινα, εἶδα πὼς χρειάζεται µιὰ βρύση. Ἐμεῖς ἄτεκνοι εἴμαστε, πολλὰ χρόνια δὲ θὰ ζήσωμε. Λοιπὸν τὸ κομπόδεμά μας θὰ τὸ δώσω γιὰ κείνη τὴ βρυσούλα, νὰ δροσίζωνται οἱ χριστιανοί».

— «Ἀφέντη, ὅ τι ὁρίσης καλὰ ὡρισμένο» εἶπε ἡ γριά.


»Μὲ τὰ ἔξοδά του οἱ ἐργάτες ἔσκαψαν ἑκατὸ µέτρα µάκρος, µάζεψαν τὸ σκορπισμένο νερό, τὸ ἔβαλαν σὲ χτιστὸ κανάλι κι ἔχτισαν τὴ βρύση. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρόφτασε νὰ δῆ τὸ καλό ποὺ ἔκαμε στοὺς ἀνθρώπους, δὲ ζήτησε τίποτα ἀπ’ αὐτούς. Σὲ λίγον καιρὸ κοιμήθηκε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ εὐχαριστημένος καὶ λησμονήθηκε.

»Ὕστερα θέριεψε ἐδῶ τὸ πλατάνι ποὺ βλέπετε. Ἡ βρύση τρέχει ἀπὸ τριάντα χρόνια, καὶ θὰ τρέχη γιὰ καιρὸν πολύ, ὅσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες...»

Ὅταν τελείωσε ὁ κὺρ Στέφανος δὲν εἶπε λέξη κανένας.