Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/21

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
19

Μόνο ἡ βρύση µιλοῦσε σ’ αὐτή τὴ σιωπή. Ἔπιναν κι ἄκουγαν νὰ τρέχη τὸ δροσερό της νερό.

«Νὰ δροσιστῆ ἡ ψυχούλα σου!»



10. Ἡ πρώτη βραδιὰ στὸ δάσος.

Ἒφτασαν στὸ Χλωρὸ ἀργὰ τὸ δειλινό.

Ὀχτὼ καλύβες µέσα στὰ πεῦκα τοὺς περίµεναν. Νὰ τὸ μικρὸ χωριό τους!

Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τοὺς φάνηκαν! Γιὰ νὰ µπῆ στὴν πόρτα ἕνας ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ σκύψη τὸ κεφάλι.

«Μὰ τί; Ἐδῶ θὰ καθίσωμε;» ρωτοῦσαν.

—«Τί πόρτες εἶναι τοῦτες!» εἶπεν ἕνας.

—«Ἔτσι, µὲ µιὰ κάμαρη µόνο θὰ περάσωμε;» ρωτοῦσαν ἄλλοι.

—«Ποῦ εἶναι τὸ κρεβάτι;»

—«Δὲν ἔχει οὔτε µιὰ καρέκλα!»

Οἱ καλύβες ἀλήθεια δὲν εἶχαν τίποτα ἀπ’ αὐτά. Ἡ κάθε καλύβα ἦταν μιὰ κάμαρη ἀπὸ κλαριά, ἴσα ἴσα νὰ φυλάγη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἀέρα κι ἀπὸ τὴ βροχή.

«Ἀντρέα, λέει ὁ Κωστάκης, πῶς καθόσουν δῶ μέσα!»

Ὁ Ἀντρέας γέλασε. «Νὰ δῆς πῶς θὰ κάθεσαι καὶ σύ!» τοῦ εἶπε. «Ἐγώ τώρα ποὺ συνήθισα τὴν καλύβα, δὲν τὴν ἀλλάζω οὔτε μὲ σπίτι».


Ὁ Κωστάκης κοίταζε τὴ μιὰ κοίταζε τὴν ἄλλη, ἔμπαινε σὲ ὅλες, καὶ γύρευε νὰ βρῆ τὴν καλύτερη καλύβα, μὰ καμιὰ δὲν τοῦ φαινόταν ἀρκετά καλή. Στὴν πιὸ µεγάλη καλύβα