Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/19

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
17


9. Ἡ βρύση.

Ἓνας ἀγωγιάτης, ἀφοῦ ἤπιε στὴ βρύση, βάζοντας γιὰ κούπα τὶς χοῦφτες του, µουρµούρισε:

«Νὰ δροσιστῆ ἡ ψυχούλα σου!»

Τὰ παιδιὰ τὸν κοίταξαν, θέλοντας νὰ μάθουν γιὰ ποιὸν µιλεῖ.

Καὶ κεῖνος ποὺ κατάλαβε τὴν ἀπορία τους, εἶπε:

«Δὲν τὸν ξέρω ποιὸς εἶναι, µὰ κεῖνος ποὺ τὴν ἔκαμε αὐτὴ τὴ βρύση δροσισμένος νὰ εἶναι σὰν κι ἐμᾶς».


«Ἐγὼ τὸν ἐθυμήθηκα, εἶπε ὁ κὺρ Στέφανος. Ἤµουν παιδί. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἔτρεχε δῶ πέρα λίγο νερό, μὰ πολὺ λιγοστό, κόμπος. Οἱ διαβάτες ἔπεφταν µπρούµυτα γιὰ νὰ πιοῦν, προσπαθώντας νὰ φτιάσουν κάνουλα µὲ κανένα χλωρόφυλλο. Πολλὲς φορὲς χανόταν τὸ νερὸ ὁλότελα, γιατὶ τὸ βύθιζαν οἱ βροχὲς καὶ τὸ χῶμα ποὺ ἔπεφτε. Ὅλοι ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ βρύση ἐδῶ. Μὰ καθένας ἔλεγε: «ἃς τὴ φτιάση ἄλλος». Κάθε χωριὸ ἔλεγε: «ἃς τὴ φτιάση ἄλλο χωριό».


»Μιὰ φορὰ πέρασε κι ἕνας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στὸν Ἁι-Λιά. Ἦταν ἀπ’ ἀλλοῦ κι εἶχε ἕνα µικρὸ µαγαζὶ κάτω στὴ χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ’ ἕνα ψηλὸ ράφι — ἔτσι δά, σὰ νὰ τὸν βλέπω τώρα — κεντοῦσε σεγκούνια καὶ φέρμελες µὲ µιὰν ἀργὴ βελονιά. Εἶχε µεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στὸ στῆθος, καὶ φοροῦσε τὶς μα-